Η μελέτη αποσκοπεί στην ηθικο-συνταγματική διερεύνηση της προβληματικής της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα. Εκκινεί με την ανάλυση του συνταγματικού, νομοθετικού και πρόσφατου νομολογιακού πλαισίου. Στη συνέχεια αναζητεί την προσήκουσα λύση για την αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας, αλλά και για την ενδεχόμενη μέθοδο καταγραφής του θρησκεύματος σε βάσεις δεδομένων, με άξονα τις νομολογιακές κατευθυντήριες γραμμές. Διατυπώνει κάποιες σκέψεις για το μέλλον αποδεσμευμένες από τις νομολογιακές απαιτήσεις. Καταλήγει ότι η ελληνική νομολογία στην προσπάθειά της να επιλύσει το πολυσύνθετο πρόβλημα του περιεχομένου διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών ακύρωσε ένα πρόγραμμα Θρησκευτικών που ήταν μεν στη σωστή κατεύθυνση, έχρηζε όμως σημαντικής εκπαιδευτικής βελτιώσεως μέσω της αναμορφώσεως του παρεχόμενου εκπαιδευτικού υλικού και επέλεξε τη λύση της διδασκαλίας ενός ομολογιακού χαρακτήρα –προαιρετικού εν τοις πράγμασι– μαθήματος. H επιλογή αυτή δεν είναι άμοιρη προβληματισμού και δύναται να οδηγήσει το μάθημα των Θρησκευτικών σε νέες περιπέτειες με άδηλη έκβαση. Ανησυχία εκφράζεται ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των απαλλαγέντων και συνεπώς του θρησκευτικού αναλφαβητισμού. H στέρηση, όμως, της θρησκευτικής παιδείας στερεί τον μαθητή από ένα χρήσιμο εργαλείο κατανοήσεως του κόσμου εν γένει. Παράλληλα, η κατάργηση της διδασκαλίας της Ορθοδοξίας θα αποκόψει τον μαθητή από τις ρίζες του Ελληνισμού. Πέραν αυτού, σε ένα τόσο κοινωνικά και ηθικά διαφιλονικούμενο ζήτημα η προτεραιότητα λήψεως της αποφάσεως ανήκει κατά κύριο λόγο στον δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθέτη σε αγαστή πάντοτε συνεργασία με την Εκκλησία, ενώ αντίστοιχα η ερμηνευτική αρμοδιότητα του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο των άκρων ορίων της νομοθετικής επιλογής.