Μέσα από τα αποκυήματα ενός ατέρμονου υπαρξιακού μονολόγου και μιας καθιερωμένης συνάντησης για ένα τσούγκρισμα ποτηριών και απόψεων σε ένα μικρό κουτούκι, γεννιέται η ιδέα ενός μεγάλου ταξιδιού. Μια οδική περιπέτεια στα Δυτικά Βαλκάνια αλλά και στους εσωτερικούς κόσμους τριών συνοδοιπόρων φίλων, με τα σφραγισμένα τους διαβατήρια να μαρτυρούν στο τέλος της διαδρομής το πέρασμά τους από έξι διαφορετικές χώρες, κεντημένες ποικιλόμορφα με ένα μοναδικό σχέδιο από τον καθένα τους. Από μια αμέριμνη απόδραση από την παράνοια της πραγματικότητας, το ταξίδι αυτό μετατρέπεται σε μια διάσχιση μυστικών εσωτερικών διαδρομών. Ένα ταξίδι αναζήτησης της μυστικής πλευράς των πραγμάτων, μεταμορφώνοντας κομμάτια της εσωτερικής μας πραγματικότητας και φανερώνοντας υποσυνείδητες γωνίες του δικού μας ψυχισμού. «…Ταξιδεύω για να αισθάνομαι πως υπάρχω. Μεταφέρομαι από μέρα σε μέρα, όπως μετακινούμαι από πόλη σε πόλη… Όλα αυτά που βλέπω είναι όλα αυτά που με αποτελούν».
Μέσα από το οδοιπορικό αυτό έρχεται η συνειδητοποίηση πως όταν επισκέπτεται κανείς πρώτη φορά έναν τόπο αυτός αποκτά μια αληθινή υπόσταση εντός του και ζωγραφίζεται με πινελιές μέσα από μικρές όμορφες στιγμές. Οι αναπάντεχες συζητήσεις με τους κατοίκους των πόλεων που επισκέπτονται, χαρίζουν στους τρεις δραπέτες μια ιστορική γνώση άμεση, βγαλμένη μέσα από τα μάτια και τα βιώματα αυτών και των προγόνων τους. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν οι ταξιδιωτικές δραπετεύσεις είναι και μια διαφυγή από τον ίδιο τον θάνατο και τον φόβο του αγνώστου που αυτός εμπεριέχει.
Ίσως η οργάνωση κάθε νέου ταξιδιού να μας δίνει την αίσθηση ότι ελέγχουμε το ίδιο μας το πεπρωμένο, κυριαρχώντας πάνω του. Θα ’λεγε κανείς ότι αναζητούμε και διασχίζουμε το άγνωστο για να το ξορκίσουμε και με το τέλος του κάθε ταξιδιού να μετριάσουμε τον φόβο και του δικού μας τέλους… Πάντοτε όμως, οι αποδράσεις μας αυτές είναι πιο όμορφες όταν τις μοιραζόμαστε έχοντας συνοδοιπόρους διότι «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».