Όσο καιρό άνθιζε η κουτσουπιά, ο πίνακας γέμιζε μωβ άνθη,
σύννεφα, θάλασσες, πουλιά, πρόσωπα, μάτια, συλλαβές, λέξεις.
Άφησε να του πιάσει το χέρι και μαζί χάραζαν γλώσσα και
γλώσσες. Ο ήλιος, η θάλασσα, η κουτσουπιά, η άνοιξη, η μάνα,
έγιναν γράμματα δικά του. Τεντώθηκε τότε το σώμα, υψώθηκε το
βλέμμα του και για πρώτη φορά είδε στο τζάμι στο παράθυρο,
πόσο είχε ψηλώσει.