Tι κοινό έχουν µια γυναίκα που επιχειρεί να πηδήξει από το µπαλκόνι ξενοδοχείου της οδού Σταδίου αγκαλιά µε την κόρη της, ένας άνδρας αγνώστων στοιχείων που βρίσκεται αναίσθητος στην Πλατεία Συντάγµατος, µια νεαρή που µεταµφιέζεται σε άνδρα και περιπλανιέται νύχτα σε κακόφηµες συνοικίες του Πειραιά, ένας µουσικός που εξορίζεται σε νησί του Αιγαίου, µια Γερµανοεβραία παιδαγωγός που δίνει τέλος στη ζωή της στην Αθήνα, ένας εύπορος οµογενής που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αίγυπτο; Πρόκειται για πρόσωπα που η ζωή τους σηµαδεύτηκε από τα ναρκωτικά στις αρχές του 20ού αιώνα, σε µια µεταιχµιακή εποχή, όταν ουσίες µέχρι πρότινος νόµιµες απαγορεύτηκαν.
Το Επί της ουσίας αφηγείται πώς η χρήση και η εµπορία ναρκωτικών έγιναν ποινικό αδίκηµα και συνάµα αναδείχτηκαν σε κοινωνικό πρόβληµα, σε µια διαδικασία που συµπαρέσυρε ατοµικά πεπρωµένα και διαµόρφωσε δηµόσιες πολιτικές. Με βάση νοµοθετικές διατάξεις, αστυνοµικά αρχεία, διπλωµατικά έγγραφα, εγκληµατολογικές, ιατρικές και ψυχιατρικές πηγές, αρθρογραφία στον Τύπο, λογοτεχνικά κείµενα και άλλες µορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως το ρεµπέτικο, το βιβλίο εξετάζει τις µορφές και την έκταση που πήρε η χρήση ναρκωτικών στην Ελλάδα. Μελετά τον ρόλο που διαδραµάτισαν αφενός το θεσµικό πλαίσιο και αφετέρου οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τα ναρκωτικά. Διερευνά σε ποιον βαθµό οι εξελίξεις αυτές συνδέονταν µε διεθνείς τάσεις και ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.
Όµως το βιβλίο δεν είναι µονάχα η ιστορία της εµφάνισης ενός νέου κοινωνικού φαινοµένου. Αναλύει συγχρόνως ευρύτερες ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν µέσα από τους λόγους περί «τοξικοµανίας» και εξηγούν γιατί η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών τροφοδότησε εντέλει έναν «ηθικό πανικό» δυσανάλογο µε τις διαστάσεις του φαινοµένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η «Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα» φιλοδοξεί να συµβάλει στον νηφάλιο δηµόσιο διάλογο περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σε µια περίοδο όπου οι βεβαιότητες και οι πολιτικές για τα ναρκωτικά τίθενται σε ριζική επαναδιαπραγµάτευση.