Στη διάρκεια της επανάστασης, οι Έλληνες μιλούν για το σύνταγμα. Το επικαλούνται για να θεμελιώσουν πολιτικές αξιώσεις τους ή να υπερασπίσουν δικαιώματά τους. Διαφωνούν για την έννοια των διατάξεών του. Και το κάνουν με εντυπωσιακή συχνότητα και με ένταση που δεν θα περιμέναμε από ανθρώπους δοσμένους σ’ έναν απελευθερωτικό πόλεμο (και που, όταν δεν αγωνίζονται στον πόλεμο αυτόν, πολεμούν μεταξύ τους).
Το σύνταγμα είναι ζωντανό μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων. Δεν το επικαλούνται και δεν το ερμηνεύουν μόνον οι ειδικοί, οι σοφοί, οι σπουδαγμένοι, οι έμπειροι περί τα πολιτικά. Το σύνταγμα –το «σύστημα», το «πολίτευμα», ο «οργανικός νόμος», το «πολιτικόν Σύνταγμα» είναι μερικοί από τους όρους που χρησιμοποιούν– είναι στα χείλη όλων. Των αυτοχειροτόνητων πολιτικών, των σκληροτράχηλων οπλαρχηγών, του στρατευμένου λαού, των κατοίκων των επαρχιών. Και όχι ως μια θολή και απόμακρη ιδέα. Όλοι επικαλούνται το σύνταγμα για να υποστηρίξουν κάποιαν αξίωσή τους. Διαμορφώνουν δηλαδή συνταγματικό επιχείρημα. Οι σημαντικότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις της επανάστασης έχουν συνταγματική αφορμή.
***
Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι ο συνταγματισμός της ελληνικής επανάστασης κατά την περίοδο 1821-1827. Εξετάζονται τρία –προφανώς αλληλένδετα, αλλά πάντως καταρχήν διακριτά– πεδία του πολιτικού βίου της επανάστασης, δηλαδή του τρόπου με τον οποίον ασκήθηκε η επαναστατική εξουσία. Αυτά είναι, πρώτον, οι διαφορετικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες που συγκρούστηκαν και, τελικά, αυτές που επικράτησαν ως προς τον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας και τη λειτουργία του πολιτεύματος στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος. Δεύτερον, τα συνταγματικά κείμενα στα οποία οι αντιλήψεις αυτές αποτυπώθηκαν και οι πολιτειακοί θεσμοί που ιδρύθηκαν σε εφαρμογή τους. Και, τρίτον, η πραγματικότητα της λειτουργίας του πολιτεύματος και της έννομης τάξης, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησαν οι πολιτειακοί θεσμοί και εφαρμόστηκαν οι συνταγματικοί κανόνες στην πράξη.