Στη Δεσποινίδα Τζούλια η σύγκρουση είναι διπλή: ανάμεσα στα δύο φύλα κι ανάμεσα σε δύο κοινωνικές τάξεις. Η Τζούλια και ο Ζαν αντιπροσωπεύουν τόσο το προαιώνια εχθρικό σύμπλεγμα του θηλυκού με το αρσενικό, όσο και τις αντίμαχες παρατάξεις: μια αριστοκρατία σαθρή και νόθα, που ξεπέφτει, και μια λαϊκή τάξη που επέρχεται αδίστακτη.
Η τραγωδία εκτυλίσσεται σε μία πράξη με τρία μόνο πρόσωπα. Μια καλοκαιρινή νύχτα στο κτήμα του κόμη, η δεσποινίς Τζούλια, η 25χρονη κακομαθημένη κόρη του, παρασύρει σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν, έναν νεαρό μορφωμένο και αρχικά ταπεινό. Γρήγορα, όμως, οι ισορροπίες ανατρέπονται και τα απωθημένα εμφανίζονται: η δεσποινίς Τζούλια είναι αδύναμη και δυστυχισμένη και ο Ζαν με τυχοδιωκτισμό θέλει να εκμεταλλευτεί αυτή τη σχέση για να ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά.
♦
Η πιο δυνατή εκτυλίσσεται σε ένα άδειο café την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο μονόλογος της Κυρίας Χ, που είναι παντρεμένη με τον Μπομπ, διευθυντή θεάτρου, απευθύνεται στην Αμέλια, ηθοποιό και ερωμένη του συζύγου της. Η μία μιλά, η άλλη σιωπά, χωρίς να διαφαίνεται ποια είναι η πιο δυνατή.