Ο στρατηγός Μάκβεθ, επιστρέφει νικητής από κάποιο πόλεμο, συμβουλεύεται τρεις μάγισσες που προφητεύουν ότι θα γίνει Βασιλιάς. Παρακινούμενος τότε από την αχαλίνωτη φιλοδοξία του αλλά και από εκείνη της συζύγου του δολοφονεί τον φιλοξενούμενό του Βασιλιά Ντάνκαν και καταλαμβάνει το θρόνο της Σκωτίας.
Διατηρώντας όμως στη μνήμη του τη προφητεία των μαγισσών ότι ο φίλος του, στρατηγός Μπάνκο, θα αποκτήσει τέκνα που θα γίνουν Βασιλιάδες, επιφορτίζει δύο δολοφόνους να σκοτώσουν τον Μπάνκο....
Οι μάγισσες του προλέγουν ότι δεν πρόκειται να ηττηθεί «πριν το δάσος Μπέρναμ φθάσει στη Δουνσιναία». Εν τω μεταξύ η σύζυγός του, Λαίδη Μάκβεθ, βασανιζόμενη από τις τύψεις καταλαμβάνεται από τρομερές νευρικές κρίσεις, σηκώνεται από το κρεβάτι της και ως υπνοβάτης αντιλαμβάνεται ότι τα χέρια της είναι αιματοβαμμένα και πεθαίνει.
Παράλληλα ο Μάλκολμ (πρωτότοκος γιος του Βασιλιά Ντάνκαν) συγκεντρώνει στρατό και κινείται κατά του δολοφόνου του πατέρα του. Ο Μάκβεθ αντιλαμβανόμενος τον ερχομό του Μάλκολμ, παρατηρεί τα κλαδιά από τα δέντρα του δάσους Μπέρναμ που κρατούσε και αρχίζει να κατανοεί τη σημασία της προφητείας των μαγισσών. Καταλαμβανόμενος τότε από φόβο τρέπεται σε φυγή. Ο Μακντάφ, του οποίου τη σύζυγο και τα παιδιά είχε σκοτώσει ο Μάκβεθ, τον προλαβαίνει, και σε αναγκαστική μονομαχία τον σκοτώνει με άγριο τρόπο.