Η Έλσα μισεί το ροζ. Στον ουρανό της ζωής της δεν υπάρχουν ροζ συννεφάκια. Γι’ αυτό, προτιμά το απόλυτο χρώμα: μαύρο. Άλλωστε, όταν έχεις μια μάνα που πάντα σε θεωρεί ως τον πιο αδύναμο κρίκο, έναν αδερφό που δε χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να σε επισκιάσει κι έναν πατέρα που μπροστά του ο Σκρουτζ θα ήταν ο σπάταλος της παρέας, πώς να μη γεμίσεις ερωτηματικά; Τι να σου κάνει κι ο ψυχολόγος; Μια ζωή έμαθε ότι για τίποτα δεν είναι ικανή. Κρίμα το βασιλικό όνομα της ψευδής γιαγιάς Ελισάβετ, που αν κατά λάθος δαγκώσει τη γλώσσα της, θα πεθάνει από το δηλητήριό της. Ζωή κλειδαμπαρωμένη στο κρυμμένο βάζο, που δεν της επιτρέπεται να τη γευτεί. Απόντος και του έρωτος, φτάνει στα όριά της. Ο αδερφός της ο Μιλτιάδης φεύγει και αφήνει πίσω του συντρίμμια. Πάει να σπουδάσει κι αντί γι’ αυτό ερωτεύεται. Ποιον, ποια; Θα δείξει. Ευτυχώς, κι η Έλσα είναι φοιτήτρια πια. Αλλά αντί για πάρτι αρχίζουν τα προξενιά. Θου Κύριε! Είπαμε, αγαπάτε αλλήλους, όχι ακαταλλήλους. Θέλει να ζήσει, αλλά δεν υπάρχει και κανένα σχολείο που να σε μαθαίνει να ζεις. Το μόνο πλάσμα, ή έτσι τουλάχιστον νομίζει, που στέκεται πλάι της είναι η πιστή της φίλη, η Ελένη. Τα ροζ χαπάκια όμως κάνουν δουλειά, μα τα λάθη μεγαλύτερη. Όλα αλλάζουν, καθώς το πρώτο που θα μάθει είναι ο εαυτός της. Όταν μάλιστα ο Μιλτιάδης κουβαλάει και το πρόσωπο… ε, τότε η συντέλεια δε θα αργήσει. Ή μήπως η αρχή του δικού της χάπι end; Τι έγινε, ρε παιδιά; Η γιαγιά γιατί μαρμάρωσε; Μα τίποτα δεν μπορεί να είναι φυσιολογικό σε αυτό το σπίτι; Άξαφνα το κουδούνι χτυπά. Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε; Ο έρωτας. Ήρθα να σας αποτελειώσω. Ωχ, Παναγία μου! Ηρέμησε, Έλσα. Όλα είναι στο μυαλό, έχει δίκιο ο μεγάλος αδερφός. Η ευτυχία είναι θέμα επιλογής, δικής σου επιλογής.