Οι γείτονες με έκπληξη είδαν την Αυξεντία να γίνεται ομιλητική, να αστειεύεται με τον ταχυδρόμο, να ανοίγει κουβεντούλα με τους εμπόρους και μάλιστα κάποτε, που τα φώτα ήταν σβηστά στην αυλή, οι απέναντι υπηρέτριες άκουσαν ένα παράξενο βουητό που προερχόταν από το συνηθισμένο βουβό παράθυρό της. Η Αυξεντία σιγοτραγουδούσε, με άσχημη τσιριχτή φωνή, ένα από κείνα τα μονότονα βουνίσια τραγούδια, που τραγούδαγαν τα βράδια οι γελαδάρηδες. Από τα χείλη της, που δεν ήταν μαθημένα, η μελωδία έβγαινε με κόπο, παραμορφωμένη, συνθλιμμένη, μ’ έναν ήχο που έμοιαζε σαν ραγισμένος. Ωστόσο ο τρόπος της είχε κάτι το παράξενο και το συγκινητικό. Για πρώτη φορά, από τα παιδικά της χρόνια η Αυξεντία έκανε προσπάθεια να τραγουδήσει κι ήταν πράγματι συγκινητικό ν’ ακούει κανείς τους ήχους που τρέκλιζαν, σαν μεθυσμένοι, και που, από το βάθος των θαμμένων χρόνων, ανέβαιναν με πόνο προς το φως.