Με τα Μάγια της Πεταλούδας ο Λόρκα πισωδρομεί στον καιρό που βρίσκεται στη Γρανάδα, ακούει τις λεύκες γύρω από το σπίτι του να τραγουδούν, τις συνοδεύει με τη φωνή του, παρατηρεί με όλη του την προσοχή το πηγαινέλα των μυρμηγκιών, με δάκρυα στα μάτια κηδεύει έναν γρύλο και άξαφνα τα δάκρυα στεγνώνουν, το έκπληκτο βλέμμα του υψώνεται για να παρακολουθήσει το φτερούγισμα κάποιας λευκής πεταλούδας.
Τα Μάγια της Πεταλούδας εκφράζουν αυτήν την άμεση επίδραση των παιδικών αναμνήσεων και ο ποιητής, έφηβος ακόμη, γράφει ένα ποίημα, κάτι σαν θρύλο ή παραμύθι, όπου διηγείται την περιπέτεια μιας πεταλούδας με σπασμένα φτερά που έπεσε μέσα σε μια φωλιά σκαθαριών. Ο γιος της Σκαθαρίνας την ερωτεύεται, αλλά η πεταλούδα, μόλις γιατρεύεται, φεύγει φτερουγίζοντας, μακριά από εκείνη τη μαύρη φριχτή φωλιά και εγκαταλείπει, δυστυχισμένο και έρημο, τον ερωτοχτυπημένο Σκαθαράκο. Είναι ένα έργο που κάνει εκπληκτική εντύπωση όχι μόνον για τον ποιητικό λόγο και την ευαισθησία του αλλά και σαν θέαμα.
♦
Η τάση του Λόρκα να παρασταίνει άρχισε με το θεατράκι που του έφερε κάποτε ο πατέρας του στη Γρανάδα και όταν το θεατράκι τού φάνηκε στενόχωρο για τη φαντασία του, έφτιαξε μόνος του το θεατράκι των Φασουλήδων, με δικά του πρόσωπα από χαρτόνι, με σκηνικά, με έργα καινούργια που επινοούσε. Ο Φεντερίκο διασκέδαζε κουνώντας αυτούς τους κούκλους και λέγοντας συνάμα με διαφορετικές φωνές τα λόγια από τις κωμωδίες που σκάρωνε. Αργότερα, θα καταλήξει στις παραστάσεις όπου με τα ανδρείκελά του θα διασκεδάσει κάθε είδους κοινό. Οι Φασουλήδες αυτοί και ο πρωταγωνιστής τους, ο δον Κριστομπίτα, ήταν οι πρώτοι που μίλησαν στον κόσμο με τα λόγια του ποιητή του Ματωμένου Γάμου, της Γέρμα, της Μπερνάρντα Άλμπα.