Όλη η ιστορία, από το ταξίδι μου στη Νέα Μάκρη μέχρι εδώ που καθόμαστε γύρω από το στολισμένο τραπέζι, είχε κεντρικό πρωταγωνιστή τον αδελφό μου. Είχα πάρει την απόφαση να τον βγάλω από τη μαύρη τρύπα που άνοιξε στη ζωή του η τραγωδία. Εξαιτίας του επίσης έφυγα από κοντά του εγκαταλείποντας την προσπάθειά μου. Επειδή δεν μου έδινε σημασία και μου έλεγε ψέματα. Τώρα όμως τον επιθύμησα τόσο πολύ. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, κατάλαβα την αξία ενός δείπνου με όλη την οικογένεια μαζεμένη. Χωρίς να ρωτάμε για ψέματα και αλήθειες, χωρίς να σκαλίζουμε τα καλά φυλαγμένα μας μυστικά. Και ευτυχώς ανταποκρίθηκαν όλοι χωρίς να αναζητήσουν λόγους, αιτίες και αφορμές.
Το κουδούνι, χτυπά το κουδούνι. Τρέχω ν’ ανοίξω την πόρτα κι από τη βιασύνη πιάνεται το τακούνι μου στα κρόσσια του χαλιού, πέφτω. Με σηκώνουν τα αγόρια, πονάει το γόνατό μου. Ανοίγω και βλέπω τρία πρόσωπα. Ο Σπύρος, η Τζόαν και η Δήμητρα. Η… Δήμητρα. Όλοι τους στέκονται ασάλευτοι. Βουβοί. Κανένας δεν χαίρεται με τις δυο ακάλεστες...