Μετά βγήκε από το σπίτι, πέρασε έξω από τον φράκτη στην άκρη του οικοπέδου, εκεί που ήταν ο θρόνος του βαρδάρη. Στάθηκε για λίγο στο χείλος του γκρεμού, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και φουντάρισε. Πριν φθάσει στη βάση του βράχου κουτρουβαλώντας, στα κοφτερά σαν μαχαίρια δυσανάβατα βράχια έσχισαν την σάρκα της και συνέθλιψαν τα κόκκαλά της.
Το σύντομο θανατηφόρο ταξίδι της σταμάτησε στο τέλος του γκρεμού και η καπετάνισσα ξεψύχησε. Εκεί σφηνωμένη στα βράχια που τα ξέπλενε η θάλασσα από το αίμα, εκεί τη βρήκαν. Έμοιαζε να παλεύει και να αντιστέκεται με πείσμα να μην την καταπιεί το κύμα. Άλλωστε συχνά το επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία:
«Στη στεριά να με θάψετε εμένα, τη θάλασσα την φοβάμαι».
Τώρα, αν και νεκρή, θα αισθανόταν δικαιωμένη για τον φόβο της. Τον άντρα της και τους δυο γιους της τους αφάνισε όλους μαζί, στο άψε σβήσε, η κακούργα.