Δεν είναι το αίμα που ενώνει τους ανθρώπους… Είναι η αύρα των ψυχών που, σαν αόρατη κλωστή, τους δένει μεταξύ τους. Λαμπερή σαν ήλιος πρωινός και σαν φεγγάρι το βραδάκι, πάλλεται δίνοντας ρυθμό σε δυο
καρδιές, σβήνοντας τον χρόνο και τις αποστάσεις. Ο πόνος σημάδεψε ένα κορίτσι από την ημέρα που γεννήθηκε ή ίσως το σημάδεψε πολύ πριν γεννηθεί. Πόσα μπορεί ν’ αντέξει η ψυχή του; Κι αν δεν αντέξει και λυγίσει; Μπορεί με μια ψυχής κλωστή να ράψει τις πληγές της και να επιστρέψει στο φως και στη ζωή; «Είναι και κάποιες μάχες που δεν κερδίζονται. Όσο και να παλέψεις, όσο και να ματώσεις, είναι κάποια φρούρια που παραμένουν απόρθητα και κάποιες πόρτες που δεν μπορείς ν’ ανοίξεις, γιατί κανένα απ’ τα κλειδιά που κρατάς δεν θα μπορέσει να τις ξεκλειδώσει. Αλλά εσύ να το παλεύεις για ν’ ανοίξουν! Ξέρω πολύ καλά πως πονάει να είσαι διαφορετικός, γιατί η μοίρα, η ζωή και η κληρονομιά άφησαν ένα σημάδι πάνω σου να ξεχωρίζεις… Όμως, εσύ να ονειρεύεσαι… Ξέρω, πονάει να παλεύεις με εφιάλτες και σκιές αλλά δεν γίνεται ν’ αλλάξουν όλα. Και να θυμάσαι, Αλεξία… Δεν περνάνε όλα, καρδούλα μου, και μην ακούς τι λένε… Ούτε νικάς τα πάντα, αλλά εσύ να προσπαθείς να τα νικήσεις! Εσύ να μάχεσαι για την αγάπη…»