Δύο αδελφές, η Μπεμπούλα και η Ροζαλίνδη (Lyda), αλληλογραφούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αμέσως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από το κραχ του 1929. Τα περισσότερα από τα γράμματα στέλνονται από την Μπεμπούλα, η οποία είχε μόλις διοριστεί δασκάλα σε ένα χωριό της Ηπείρου, προς τη Ροζαλίνδη, που την ίδια περίοδο διέμενε στην Κέρκυρα. Η χρεοκοπία της οικογένειας, η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, η αγωνία του βιοπορισμού, οι νεανικοί έρωτες, οι απανωτές διαψεύσεις είναι όλα όσα θέλει να μοιραστεί η πρωταγωνίστρια των επιστολών με τον πιο δικό της άνθρωπο. Τα πρόσωπα μέσα από τις λέξεις: Η Μπεμπούλα, η Lyda, ο Αντρέας, η μαμά. Οι τόποι: Το χωριό της Ηπείρου, η Κέρκυρα, η Αθήνα. Τα ρήματα που ιχνογραφούν τη λαχτάρα και τη θλίψη: «Σε φιλώ», «Γράψε μου», «Περιμένω». Μέσα από επιστολές κι ένα τετράδιο σημειώσεων, και με εφόδιο την ευαισθησία ενός αναγνώστη, ο Αποστόλης Αρτινός αναδεικνύει σε ύψιστη χειρονομία το να απευθύνεσαι σε κάποιον και διασώζει την εικόνα μιας ζωής που κινδύνευσε να βυθιστεί στη λήθη.