Το έργο διαδραματίζεται σε ένα τυπικό αγγλικό σαλόνι, ενός τυπικού αγγλικού ζευγαριού του κυρίου και της κυρίας Σμιθ όταν ένα απόγευμα εισβάλλουν ξαφνικά στο σαλόνι τους, το φιλικό ζευγάρι Μάρτινς το οποίο μαζί με την υπηρέτρια του σπιτιού και έναν πυροσβέστη φροντίζουν για την διατάραξη της αγγλικής φλεγματικής ηρεμίας τους.
Μέχρι το τέλος του έργου, η γλώσσα έχει αυτοματοποιηθεί, οι λέξεις έχουν απογυμνωθεί από νόημα και δε μένουν παρά μόνον ως ήχοι. Αποκαλύπτεται πως τα πρόσωπα, παρόλο που γνωρίζουν πολύ καλά τον κόσμο στον οποίο ζουν, δεν έχουν τίποτα προσωπικό να πουν ούτε να μεταφέρουν αυτό που πραγματικά πηγάζει από μέσα τους.
Για τον Ιονέσκο, τα πρόσωπα στα έργα φέρονται σα μαριονέτες, κάτι που του θύμιζε και την πραγματικότητα στην οποία έζησε: ο κόσμος του φαινόταν σαν μία τεράστια σκηνή θεάτρου μαριονέτας, όπου αλλοπρόσαλλες πολιτικές ιδεολογίες κυριαρχούσαν και οι άνθρωποι τις δέχονταν παθητικά, αφήνοντάς τες να καθορίζουν κάθε τους κίνηση.