Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί έχουν να μοιραστούν ένα κοινό στόχο: τη βελτίωση του παιδιού – μαθητή, τόσο σε μαθησιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνικοποίησης και συναισθηματικής ισορροπίας. Η επικοινωνία ανάμεσά τους είναι πολύ σημαντική, καθώς είναι μία σχέση συνεργασίας είναι κομβικής σπουδαιότητας. Ιδιαίτερη αξία έχει λάβει η επικοινωνία αυτή στη σημερινή εποχή, της πανδημίας του COVID-19. Οι συνθήκες που έφερε η επιβολή της καραντίνας και των εξ αποστάσεως μαθημάτων προσέδωσαν άλλο νόημα στις σχέσεις γονέων και εκπαιδευτικών.
Μερικές φορές γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν διαφορετικές απόψεις πάνω σε θέματα που αφορούν την επίδοση και τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο. Διαφωνούν πάνω στη βαθμολόγησή του, τη συμπεριφορά, την επιμέλεια, τη συμμετοχή του στο μάθημα και την κοινωνικότητά του στο σχολικό περιβάλλον. Χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους και τακτικές για να λύσουν τη διαφωνία τους. Χωρίς να το γνωρίζουν, οι τρόποι τους φαίνεται να βρίσκονται κοντά σε μία από τις δύο κύριες διαπραγματευτικές μεθόδους: τη διαπραγμάτευση θέσης και την αρχετυπική διαπραγμάτευση.
Υπολογίζοντας τη συμπεριφορά κάθε πλευράς όπως, επίσης, και τις τακτικές που χρησιμοποιεί, ένα τρίτο μέλος μπορεί να διακρίνει αν ο επιλεγμένος διαπραγματευτικός τύπος είναι θέσης ή αρχετυπικός. Στο βιβλίο αυτό ερευνώνται κυρίως δύο θέματα: αρχικά ερευνάται ποια μέθοδος είναι περισσότερο κοινή ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους προσωπικότητας γονέων και δασκάλων και στη συνέχεια ερευνάται το πώς αυτή η επιλογή επηρεάζει την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές και αντίστοιχα τη σχολική ζωή του παιδιού.
Η ερευνητική μέθοδος περιλαμβάνει δύο στάδια: Στο πρώτο μέρος έχουμε επίδοση ερωτηματολογίων, ενώ στο δεύτερο κάνουμε συνεντεύξεις σε γονείς και εκπαιδευτικούς. Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί που παίρνουν μέρος στην έρευνα προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Τα παιδιά-μαθητές, για τα οποία γίνεται λόγος, φοιτούν σε δημόσια δημοτικά σχολεία. Η σύγκριση ανάμεσα στις απαντήσεις κάθε ομάδας μας δείχνει πώς το εκπαιδευτικό και το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο γονέων και δασκάλων, επηρεάζει τις διαπραγματευτικές τους αντιλήψεις.