Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης, η βιβλιογραφική συγκομιδή στα οικονομικά του Αγώνα εξακολουθεί να είναι ισχνή, παρόλο που ήδη από τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών του ’21 το οικονομικό ενυπήρχε ενσωματωμένο στους προβληματισμούς τους.
Στο βιβλίο αυτό, συγκεντρώνονται, καταγράφονται και εξετάζονται για πρώτη φορά με λεπτομέρεια και συστηματικότητα προϋπολογισμοί, πρωτόκολλα, λογιστικά, ισολογισμοί, πρόσοδοι, ειδικά και γενικά έξοδα και έσοδα της κεντρικής διοίκησης κ.ά., μέσα από λεπτομερείς πίνακες που οδηγούν σε μια ενδελεχή κατανόηση των οικονομικών του αγώνα, καθώς και σε νέες ερμηνείες του τρόπου διαμόρφωσης του νέου εθνικού κράτους.
Ως αφετηρία τίθεται η θεσμοθέτηση της οικονομικής διαχείρισης που γίνεται στην Α΄ Εθνοσυνέλευση του 1822, όταν αρχίζει να συγκροτείται θεσμικά το ενιαίο εθνικό πολιτικό κέντρο και να καταγράφονται στοιχεία δημοσιονομικής φύσεως και περιεχομένου. Έτσι, από τα πρώτα επαναστατικά χρόνια, εντοπίζονται και συγκεντρώνονται οικονομικά στοιχεία των κεντρικών δημοσιονομικών θεσμών, ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται οι τάσεις αναδιοργάνωσης και διαφοροποίησης σε αυτήν τη σφαίρα (εθνικό ταμείο-εθνική τράπεζα), καθώς υιοθετούνται σύγχρονες, για τα τότε δεδομένα, δημοσιονομικές και διοικητικές πρακτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζονται και οι συγκρούσεις της εθνικής διοίκησης για τον πλήρη έλεγχο των πόρων, τη διεύθυνση των «αρμάτων» και τον αποφασιστικό λόγο σε κάθε απόφαση με βάση τη μόλις εγκαθιδρυμένη από την Επανάσταση αρχή του Νόμου. Άλλωστε, σύντομα αυτή η στρατηγική καθίσταται επίκεντρο διενέξεων, ανοιχτών ρήξεων από τα τέλη του 1823 κι εμφύλιων συγκρούσεων το 1824, ενώ αποφασιστική σημασία έχουν τα δάνεια του Λονδίνου (1824-1825). Τα τελευταία όχι μόνο θα αλλάξουν ριζικά τις αντιλήψεις και τις πρακτικές συγκρότησης των ένοπλων σωμάτων –εκτός από τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς, πλέον δημιουργούνταν μισθωτοί στρατιώτες ενός υπό σύσταση κράτους–, αλλά θα κάνουν και εντονότερη τη σημασία των οικονομικών του Αγώνα.