Η ζωή στην Αθήνα είναι δύσκολη για µας. Ο τόπος, οι άνθρωποι, όλα... Εδώ χαρακτηριζόµαστε άλλοτε ως «τα φαλιµέντα της Αλεξανδρείας» κι άλλοτε ως «αραπόσποροι», Νινέτα µου. Συχνά, σκεφτόµαστε µε τον άντρα µου να επιστρέψουµε... Τελικά η πρώτη και µοναδική πατρίδα µας είναι η Αίγυπτος.
Μάιος 1967. Η Νινέτα Σάνδη επιστρέφει από το Παρίσι στην Αλεξάνδρεια. Είναι σαράντα τεσσάρων ετών. Έξι χρόνια µετά τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, η πόλη έχει περιέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια των Αράβων και ελάχιστα θυµίζει την Αλεξάνδρεια όπου µεγάλωσε. Ο µόνος από την οικογένειά της που βρίσκεται εκεί είναι ο εξάδελφός της Αριστείδης ενώ η πατρική περιουσία της έχει αφανιστεί.
Η Νινέτα επιδιώκει να πάρει πίσω την έπαυλη των γονιών της, της Ελπινίκης και του Ανδρέα, που «µόνον Αιγύπτιος θα µπορούσε να την ξαναγοράσει, µε την προϋπόθεση ότι δεν θα την πουλούσε σε κανένα µέλος της οικογένειάς της». Αυτός ήταν ο δεσµευτικός όρος που έθεσε ο Αιγύπτιος δικαστής Σαρίτ, όταν η έπαυλη είχε περάσει στην ιδιοκτησία του. Πάνω απ’ όλα, όµως, η Νινέτα θέλει να βιώσει τον έρωτα µε την ίδια ένταση που την είχε κυριεύσει στη νεότητά της.
Οι αχνοί από το αρωµατισµένο τσάι µε κανέλα και ο ήλιος που ξεχύνεται από τα κλειστά βολέ ζωντανεύουν το παρελθόν και η Νινέτα βρίσκεται µέσα στις ανήσυχες ζωές των δικών της ανθρώπων. «Ποτέ κανείς δεν φεύγει από την Αλεξάνδρεια», θυµάται τα λόγια του θείου Λεόντιου. Όµως «το σύµπαν µάς έχει χεσµένους», χαριτολογούσε ο θείος Φάνος.
Οράν, Αλγέρι, Βηρυτός, Κάιρο, Παρίσι και η ακόµα λαµπρή και γενναιόδωρη Αλεξάνδρεια γίνονται οι τόποι δράσης των ηρώων του µυθιστορήµατος, από το 1936 έως το 1961, το καλοκαίρι των εθνικοποιήσεων και του ολοκληρωτικού ξεριζωµού της ελληνικής παροικίας από την Αίγυπτο, δύο αιώνες και πλέον µετά τη δηµιουργία της.