«Το θέατρο πρέπει να είναι όπως όταν πας σε μια καλή
συναυλία μιας μπάντας που παίζει punk rock και σε
ταρακουνάει».
Αυτό είναι το status quo για τους συγγραφείς του θεάτρου στα μούτρα. Με κληροδότημα την καταραμένη γενιά των μπητ και την εκρηκτική δυναμική της grunge μουσικής, την πολιτική της ωμής βίας που καταγγέλλουν ανοιχτά τα «αδέσποτα παιδιά» της Θάτσερ, το in-yer face, που εμπεριέχει αναμφισβήτητα στα δομικά στοιχεία του την έννοια του σοκ, έρχεται να καρφωθεί κυριολεκτικά -εξού και η μπασκετική «καταγωγή» του- στα συντηρητικά «μούτρα» ενός θεατρικού κοινού που νανουρίστηκε στις φασκιές της βρετανικής λογοκρισίας για σχεδόν δύο αιώνες.
Το καθοριστικό για την Generation X, Τrainspotting του Ίρβιν Γουέλς, το logo του θεάτρου στα μούτρα Έλεος (Blasted)- της Σάρας Κέην όπως και το κύκνειο άσμα της -Λαχταρώ (Crave), το λογοκριμένο Shopping & Fucking του Μαρκ Ρέινβεχιλ, η Βασίλισσα της Ομορφιάς και η ιρλανδική περίπτωση του κατά τα άλλα Λονδρέζου Μάρτιν ΜακΝτόνα, όπως και αυτή του Μάρτιν Κριμπ με τις Απόπειρες, αλλά και το Closer του Πάτρικ Μάρμπερ, είναι μερικά, μόνο, από τα έργα που αναλύονται σε αυτήν την πρωτότυπη και ολοκληρωμένη μελέτη για το περίφημο θέατρο στα μούτρα που αναπτύχθηκε στα 90΄s στη Μ. Βρετανία. Με φόντο την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (1989), τους βομβαρδισμούς στη Βοσνία (1989), τον πρώτο «τηλεοπτικό πόλεμο» στη σύγχρονη ιστορία, τον Πόλεμο του Κόλπου (1990), και μια ολοένα άνιση μάχη μπροστά στην επιτάχυνση του χρόνου και του τόπου στην υπερνεωτερική εποχή που κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 1990, το θέατρο στα μούτρα θα αναδυθεί ως παράγωγο δραματουργικό προϊόν του αδιανόητου.
[...] «Η ικανότητα της Χατζηβασιλείου να συνδιαλέγεται ως ανεξάρτητη κριτική φωνή με τη συλλογική φωνή της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αποτελεί ένα βασικό μέρος της πρωτοτυπίας της δουλειάς της. Μια άλλη, εξίσου σημαντική πλευρά της πρωτοτυπίας της είναι η ικανότητά της να παρεμβάλλει σε καίριες στιγμές του κειμένου της, είτε ως επιγράμματα είτε ως φευγαλέες αναφορές, απαυγάσματα από τις λογοτεχνικές και μουσικές προτιμήσεις της, έτσι ώστε να δίνει στην επιστημονική της δουλειά ένα άλλο στίγμα, πιο ρυθμικό και ποιητικό». (Έλση Σακελλαρίδου, Προλογικό Σημείωμα Έκδοσης).