Η παρούσα πραγματεία αποσκοπεί στην προβολή αφενός της έννοιας του αγαθού και αφετέρου της έννοιας της ευδαιμονίας μέσα από τη διαλεκτική τους σχέση.
Αγαθό σύμφωνα με τον ορισμό του προοιμίου των Ηθικών Νικομαχείων είναι αυτό που τα πάντα, και όχι μόνον οι πάντες, ορέγονται, επιθυμούν και επιδιώκουν. Παρότι δηλαδή η ηθική πραγματεία του Αριστοτέλη αναφέρεται κατεξοχήν στα ανθρώπινα αγαθά, η έννοια του αγαθού ως οντολογικού αγαθού διαλαμβάνει και τα αγαθά άλλων όντων, όπως είναι τα ζώα και τα φυτά, και αποτελεί την κατάφαση του Είναι.
Όλη η φύση, όλος ο κόσμος, σύμφωνα με την τελεολογική περί αυτού αντίληψη του Αριστοτέλη, φέρεται προς το αγαθό, προς την οικεία δηλαδή τελειότητα. Για τον Αριστοτέλη η σχέση αγαθού και σκοπού είναι δεδομένη. Πρόκειται για μια σχέση διαλεκτική. Το τελειότερο όμως αγαθό φαίνεται να είναι ένας τελικός σκοπός. Αν όμως υπάρχει ένας και μόνον τελικός σκοπός, τότε αυτός είναι το ζητούμενο αγαθό, δηλαδή η ευδαιμονία.
Η ευδαιμονία είναι το τελειότερο πρακτό αγαθό που επιλέγεται πάντοτε για αυτό που είναι και ποτέ χάριν κάποιου άλλου αγαθού. Η ευδαιμονία ως το τελειότερο αγαθό ταυτίζεται με τον μοναδικό και απόλυτο αυτοσκοπό του ανθρώπου ως ανθρώπου και έγκειται στην τέλεση του οικείου του έργου, του έργου του ως λογικού όντος, στην άσκηση με άλλα λόγια των πνευματικών και ηθικών του δυνάμεων. Ευδαιμονία λοιπόν δεν είναι παρά η ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την αρετή, και αν υπάρχουν περισσότερες αρετές, τότε η κατεξοχήν ευδαιμονία είναι η ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την πιο σπουδαία και ολοκληρωμένη αρετή.