Αυλίζονται παρέα τα πάθη μας, ομοσταυλίζονται. Εκεί που αναφύεται η ερημιά. Στα νυχτερινά καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων. Σε ακατάλληλες σκηνές μπροστά στο γαλακτερό φως της τηλεόρασης ή μέσα στο αποθηκάκι του κήπου. Και πιο κάτω, στις παρυφές των νοτίων προαστίων. Σε κάτι βράχια που τρέχουν «παλιόπαιδα». Εκεί που η ζωή μετράει ασημαντότητες. Ενώ εσύ κοιμάσαι μ’ ένα λαχάνιασμα. Είναι μεγάλη η ανηφόρα που έχεις μπροστά σου, αλλά γκαζώνεις. Χωρίς αμφιβολία θα τους ξεφύγεις. Θα γίνεις αυτό που θα γίνεις. Εκεί που οι άλλοι μετρούν κανόνες, εμείς θα τραβήξουμε ένα χι.
Ο Ηλίας Ροδοκανός, ο μικρότερος γιος της οικογένειας Ροδοκανού, είναι ανυποψίαστος και απροετοίμαστος για να δει σε ηλικία δεκατριών ετών πού τον οδηγούν δύο χαστούκια, τα οποία στοιχειώνουν τις ενήλικες επιλογές του. Πνιγμένες επιθυμίες, αγχωμένα ξενύχτια γίνονται τρόπος ζωής.
Τι να σημαίνει η φράση «εμένα sloggi και πολύ μου πάει…»;
Τι ρόλο έπαιξε σε όλα αυτά η γιαγιά Ερασμία;
Η αδελφή του –αφηγήτρια της ζωής τους– θα χαράξει με σουγιά στο οικογενειακό δέντρο τα πάθη και τα λάθη τους.