Πρόκειται γιὰ ἕνα σχετικὰ ἄγνωστο ἐπεισόδιο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 καί, ἐν μέρει γιὰ νὰ ἐξακριβώσω μιὰ ἐποχή, ἐν μέρει ἐπειδὴ μὲ βάραινε ὁ καιρὸς κι εἶχα μεγάλη ἀνάγκη νὰ εὐθυμήσω, στάθηκα λίγο παραπάνω στοὺς μαιάνδρους του. Ἀρχικὰ μὲ προσέλκυσε περισσότερο τὸ ἰδιότυπο ἄρωμα τῶν ἀμυδρότατα διαγραφόμενων πρωταγωνιστικῶν χαρακτήρων καὶ ἡ ἄτακτη, ὁρμητικὴ σπουδὴ μὲ τὴν ὁποία θητεύουν στὸ ἀνέφικτο, ὁ συνδυασμὸς ἀσθμαίνουσας ἐπιπολαιότητας καὶ δόλιας βαθύτητας ποὺ διέπει τὶς ἐνέργειές τους, ἐκεῖνο τὸ μυστηριῶδες ὅλον-τίποτε ποὺ ἀπόκειται στὸ ὅριο συμπαθητικῆς δράσεως μεταξὺ μιᾶς κωμωδίας παρεξηγήσεων καὶ τοῦ μελαγχολικοῦ της ἐπιμυθίου. Ἀργότερα μὲ τράβηξε ἐπιτακτικὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μανίκι ἡ προορατικὴ ἀποτύπωση τῶν γνωρισμάτων ποὺ συνέθεσαν σταδιακὰ τὸν ἐθνικό μας χαρακτήρα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ ἐπικαιρότητα τῶν ἴδιων πάντα διερωτήσεων ποὺ ἀπὸ τὴ σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου καὶ δῶθε ἐπανέρχονται ἀκατασίγαστες στὸν τρέχοντα πολιτικὸ βίο τῶν Νεοελλήνων, ἄλλοτε δραματικὰ καὶ μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα κι ἄλλοτε μὲ ἱλαρὴ ἀμεσότητα — γιὰ νὰ ἀντιρροπήσουν σὲ μιὰ ἑνιαία στάση τὴ θλίψη μὲ τὴν ἐγκαρτέρηση.