Η κατανάλωση περιλαμβάνει τις διαδικασίες εκείνες κατά τις οποίες τα άτομα δημιουργούν, διαπραγματεύονται, αφομοιώνουν ή απορρίπτουν τις εκάστοτε πολιτισμικές συνθήκες. Καταναλώνω τον πολιτισμό, με απλά λόγια, σημαίνει ψωνίζω, επισκέπτομαι μουσεία, συμμετέχω σε πολιτιστικά δρώμενα, ταξιδεύω, σπουδάζω, εργάζομαι, παρακολουθώ τηλεόραση, μαγειρεύω, τρώω, συνάπτω διαπροσωπικές σχέσεις και, γιατί όχι, ερωτεύομαι. Ο κατάλογος είναι εξαιρετικά μακρύς –μάλλον ανεξάντλητος– αφού πάνω κάτω αφορά κάθε διαδικασία στην οποία καλείται να εμπλακεί το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι ότι ο πολιτισμός καθίσταται κατανοητός μόνο μέσα από την απαρτίωση, και εν τέλει κατανάλωσή του, ακριβώς γιατί ως έννοια εμπεριέχει την ουσία της σχεσιακότητας. Ο λόγος λοιπόν περί κατανάλωσης είναι στην ουσία του λόγος πολιτισμικός, εφόσον μέσα από αυτόν αποκαλύπτονται οι πολιτισμικοί κώδικες, τα όρια, τα περιθώρια, οι αποκλεισμοί αλλά και οι πολιτισμικές συνάφειες και συναρτήσεις. Καταναλώνω σημαίνει συναινώ, συμμορφώνομαι, αντιδρώ, ανθίσταμαι, απορρίπτω. Η κατανάλωση μπορεί να αναγνωσθεί ως στάση και επιλογή, η οποία απαντά σε πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές σχέσεις και εξαρτήσεις. Συνιστά επομένως μια φορτισμένη πολιτισμικά πρακτική και δράση που κινητοποιεί συναισθήματα όπως ο φόβος, η επιθυμία, η απέχθεια ή η αγαλλίαση. Κάπως έτσι επιχειρείται να συνομιλήσει η έννοια της κατανάλωσης με τις πολλαπλές αναγνώσεις του πολιτισμού. Κυρίως όμως γίνεται μια απόπειρα να προβληματοποιηθούν τα όρια και τα περιθώρια του ατομικού και συλλογικού εαυτού. Μήπως αυτό δεν αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα της ανθρωπολογίας;