ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
Στην Ξένη Μητσοβασίλη
«Θέλω να ξέρεις» είπες,
με στάση ενοχλημένης έπαρσης,
«πώς δεν υπήρχανε ποτέ τα όνειρα»,
κι έφυγες διασχίζοντας περήφανα τον Ναό,
γεμάτο εμπόρους αγαθών,
συνδιαλλαζόμενες ψυχές και ιδέες.
Πόρνες και πωλητές αξιών,
μαστροπούς και διεφθαρμένους ευεργέτες,
με απλωμένη πραμάτεια στα πανέρια.
Κι εγώ έστρεψα την πλάτη μου στον ήλιο,
κοιτώντας σε σ’ απομακρύνεσαι
δυνατή και ολομόναχη
πληρωμένη και αλώβητη,
κρατώντας στα χέρια σου το τρόπαιο,
μια σταγόνα δικής μου περηφάνιας.
Τότε άνοιξα τη χούφτα μου,
με τον κρυμμένο θησαυρό μου
και χάιδεψα τη λάμψη των ματιών
που σου ’κλεψα κρυφά γελώντας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ