Διαβάζοντας τα διηγήματα του ΓΠ, ο αναγνώστης τείνει να θεωρήσει ότι η Λογοτεχνία μπορεί να υπερισχύσει της Εγκληματολογίας, της Κοινωνιολογίας και εντέλει της πολιτικής, ιδιοτήτων του συγγραφέα. Ίσως ύστερα από πολλά χρόνια επιστημονικής γραφής η λογοτεχνία να προσφέρει εκείνη την ελευθερία έκφρασης που χρειάζεται ένας άνθρωπος με επιτυχώς ολοκληρωμένη επαγγελματική πορεία για να κοινοποιήσει τα κατασταλάγματα των σκέψεων και εμπειριών του. Άλλωστε είναι σύνηθες φαινόμενο επιστήμονες –ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες– να στρέφονται προς τη λογοτεχνία όταν θεωρούν ότι έχουν ολοκληρώσει την επιστημονική συνεισφορά τους.
Ωστόσο, η περίπτωση του ΓΠ είναι ιδιαίτερη. Επιλέγει το noir αστυνομικό διήγημα για να εκφράσει τις πολλαπλές εμπειρίες – πικρίες (;) από την πορεία του στην επιστήμη και στα κοινά. Το διήγημα λοιπόν είναι πρόφαση για να ανοίξει ένας ιδιότυπος διάλογος-μονόλογος, όπου καθένας που συμμετέχει αποκωδικοποιεί με το δικό του τρόπο τα μηνύματα. Αυτό άλλωστε συμβαίνει σχεδόν πάντα με τα λογοτεχνικά κείμενα και ο ΓΠ το γνωρίζει καλά και το χειρίζεται ακόμα καλύτερα. Σε πλήρη αντιδιαστολή με το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ό,τι αφορά την ταυτότητα του δολοφόνου ή του θύματος, αλλά να περιγράψει καταστάσεις με κοινωνικές, πολιτικές εντάσεις από το παρελθόν ή το παρόν. Γενικά, υφέρπει μια σαρκαστική τρυφερότητα τόσο προς τους δράστες όσο και προς τα θύματα. Τελικά, το θύμα, μέσα από την ιδιότυπη γραφή του ΓΠ, καταλήγει να είναι ο ίδιος ο αναγνώστης τον οποίο εμπλέκει συναισθηματικά, πολιτικά, εγκληματολογικά.