Διαβάζει, λοιπόν, αυτήν την περίοδο κάποια πατερικά κείμενα και χαίρεται και απολαμβάνει τον λόγο αυτών των Πατέρων, οι οποίοι με το ανθηρόν των λέξεών των, (πολλές τις έχει συνειδητά εντάξει στην καθημερινή του ομιλία, ως ένα ιδιότυπο χρέος…) το ύψος και το πλάτος των νοημάτων των, την γαλακτομελιρρέουσα γλώσσα των, καταλαμπόμενοι από φως άπειρον (ω ιατήρες ψυχών τε και σωμάτων, ω ουράνιοι μυσταγωγοί!) παρακινούν πάντας ημάς να πράττωμεν το αγαθόν μετά προθυμίας, και να προτιμάμε την φιλίαν του Θεού, τον ένθεον έρωτα!...
Φυσάει τόσο πολύ απόψε. Μακάρι αυτά που σκέφτεται, αυτά που αναρωτιέται, να τα ’παιρνε ο άνεμος, ο «θείος αιθήρ»…
Θυμήθηκε τον «Προμηθέα», που μελετά αυτόν τον καιρό: «Αυτά που η Τύχη όρισε αγόγγυστα υπομένω, αφού η Ανάγκη δύναμη έχει και δεν νικιέται»…
«Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν μας – είθε να κυβερνήσωμεν την ανάγκην μας…»