«Ὅπως ἔγινε στὶς μέρες τοῦ Νῶε ἔτσι θὰ γίνει καὶ στὶς μέρες τοῦ ἐρχομοῦ τῆς Βασιλείας. Τότε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς φόβο Θεοῦ ἔτρωγαν, ἔπιναν, παντρεύονταν καὶ πάντρευαν ἄλλους ἀμέριμνοι. Μέχρι ποὺ ὁ Νῶε μπῆκε στὴν κιβωτὸ κι ἦρθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς ἐξαφάνισε ὅλους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὶς μέρες τοῦ Λώτ. Ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἀγόραζαν καὶ πουλοῦσαν, ἐπιδίδονταν σὲ καλλιέργειες, ἔκτιζαν οἰκίες καὶ κτήρια. Μέχρι ποὺ ὁ Λὼτ ἄφησε πίσω του τὰ Σόδομα κι ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ χάθηκαν ὅλοι.
Αὐτὸ θὰ συμβεῖ καὶ τὴ μέρα ποὺ θὰ παρουσιασθεῖ σ’ ὅλη του τὴ δόξα ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος θὰ τύχει νὰ εἶναι στὴ στέγη ἂς μὴν κατέβει μέσα στὸ σπίτι γιὰ νὰ σώσει τὰ ὑπάρχοντά του. Κι ὅποιος εἶναι στὰ χωράφια κι ἐργάζεται ἂς μὴν τρέξει νὰ πάει πίσω στὸ σπίτι του. Μὴ ξεχνᾶτε τὴ γυναίκα τοῦ Λώτ. Ὅποιος νοιαστεῖ νὰ σώσει τὴ ζωή του, θὰ τὴ χάσει. Κι ὅποιος νοιάστηκε γιὰ τὴν ψυχή του, θὰ γεννηθεῖ ξανά. Ἁπὸ τοὺς δύο στὸ ἴδιο κρεβάτι, ὁ ἕνας θὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἄλλος θὰ χαθεῖ. Ἁπὸ τὶς δύο ποὺ θ’ ἀλέθουν μαζί, ἡ μιὰ θὰ γίνει δεκτὴ κι ἡ ἄλλη ὄχι. Ἁπὸ τοὺς δύο ποὺ θὰ ἐργάζονται στὰ χωράφια ὁ ἕνας θὰ σωθεῖ». Ρώτησαν τότε οἱ μαθητές, «ποῦ θὰ γίνουν αὐτά, Κύριε;». Καὶ τοὺς ἀπάντησε: «Ὅπου ὑπάρχει τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευτοῦν τὰ ὄρνεα».
Κεφ. 17, 26