Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, έκανε κι άλλους κόμπους, να μη μπορέσουν να το σκάσουν. Πώς να `βγαιναν άλλωστε; Δεν είχαν νύχια, δεν είχαν ψυχή και δύναμη για κάτι τέτοιο. Αλλά έπρεπε να `ναι σίγουρη.
Παραμόνευε για ώρες μέχρι που η νέα μάνα έφυγε να βρει κάτι να φάει και να κάνει γάλα. Και μόνο τότε η Μαριώ κλειδαμπάρωσε τις πόρτες και τα παράθυρα κι άνοιξε τη ντουλάπα με τα ρούχα να βρει το καταφύγιο της γάτας, εκεί που `χε γεννήσει τα μικρά της.
Ήταν ζεστά και μαλακά. Γι` αυτό είχε χωθεί εκεί. Εκεί άφησε τα μωρά και τον πλακούντα της. Δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Είχε νύχια και δόντια θηρίου. Ήξερε τι θα πει προστασία.
Σ` ένα τόπο στεγνό, γεμάτο βράχια και δεισιδαιμονίες, η δεκαπεντάχρονη Μαριώ παντρεύεται το νεαρό Φώτη και γίνεται η παπαδιά του. Θα κάνει μεγάλο κακό. Ασυγχώρητο. Στην αρχή την είπανε τρελή. Μετά την ονόμασαν Λευκή Αγία.