Μπορεί να μην ήταν αυτό το όνομά του, μα όσα ψέλλισαν τα χείλη του ήταν αληθινά...
Σε ένα προσφυγικό ψαροχώρι γεννήθηκε ο Κωσταντής. Χάδι μάνας δεν γνώρισε ποτέ του, οι άγγελοι την πήραν κοντά τους μόλις άκουσαν το κλάμα του, για να του μάθουν από το ξεκίνημα τι πάει να πει ζωή... Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κατοχή τα είχαν ονομάσει, μα ίσως θα έπρεπε να τα πουν σκοτάδι τρομακτικό. Πείνα αβάσταχτη έβρισκε τους ανθρώπους που κούρνιαζαν αδύναμα σε μια άκρη του δρόμου περιμένοντας να τους λυτρώσει ο θάνατος. Την ψυχή του στιγμάτισαν τα μάτια των νεκρών που μπροστά του έχασαν σε μια στιγμή τη λάμψη τους... Και τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει, να ζήσει τη ζωή του στ` άκρα για να σωθεί.
Δεκαετία του `60. Στα καλντερίμια της ζωής ξεκινά η Οδύσσεια της ψυχής του. Μετανάστης στη Βαυαρία. Ανθρακωρύχος στη Λιέγη. Τα χρόνια της αθωότητας έχουν χαθεί. Αντρώνεται. Στύβει τον πόνο και τον μετουσιώνει σε δίψα για ζωή. Με τσέπη αδειανή και με πυξίδα το άγνωστο φτάνει στο Παρίσι. Αναζητά τον έρωτα... μα βρίσκει την αγάπη και τη γυναίκα που θα του στιγματίσει τη ζωή. Χάνεται στα μάτια της, στο βελουδένιο κορμί της, όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλέψει στιγμές από τη ζωή της. Όμηρος της ανεκπλήρωτης αγάπης, βρίσκει καταφύγιο στη θάλασσα. Για το κυνήγι τού ενός και μοναδικού ονείρου θα ρισκάρει τα πάντα. Άραγε, η αγάπη μπορεί να νικήσει τον εγωισμό του;
Στο σεργιάνι της ζωής του Κωσταντή χορεύουν πραγματικοί ήρωες, κρυμμένοι πίσω από ψεύτικα ονόματα που εμείς επιλέξαμε να τους δώσουμε, για να μην πληγωθούν ξανά. Κάποιοι από αυτούς έχουν φύγει από καιρό μακριά μας και κάποιοι άλλοι είναι ακόμα κοντά μας και διεκδικούν το μερτικό τους.