Ο ξουρισμένος ήταν κιόλας ογδόντα χρονών. Τάκατα, τούκατα, τάκατα, τούκατα, έσερνε τα βήματά του στο ξύλινο πάτωμα. Τάκατα, τούκατα, τάκατα, τούκατα, και κάτι έλεγε, μα δεν ξεχώριζα. Άνοιξα την ξύλινη πόρτα. Είχε αναμμένο το τζάκι. Πήρε με την τσιμπίδα κάρβουνα και τα ‘βαλε στο μαγκάλι. Τα ανακάτευε με την τσιμπίδα. Γυρνούσε γύρω γύρω από το μαγκάλι και μπερδεμένα λόγια ακούγονταν: "Θέλω να παντρευτώ, θέλω να παντρευτώ, θέλω να παντρευτώ, θα παντρευτώ, θα παντρευτώ, θα παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ, τώρα θα παντρευτώ". Και όλο γυρνούσε γύρω από το μαγκάλι. "Τώρα στα ογδόντα σκατά θα παντρευτείς", του είπα. Ο ξουρισμένος έπαιρνε τις τελευταίες ανάσες του. Το πρωί τον βρήκαν τεντωμένο και απάντρευτο".