Ένα μυθοπλαστικό δοκίμιο για τη θερμοδυναμική, την αστυνομική λογοτεχνία και το τέλος του κόσμου.
Τον Ιούνιο του 1907, ο Λουδοβίκος Μπόλτζμαν βλέπει ένα όνειρο που δεν εκμυστηρεύεται σε κανέναν. Βρίσκεται σε έναν υποφωτισμένο διάδρομο. Είναι πιθανότατα νύχτα. Φοράει το δαντελένιο πουκάμισο με το οποίο κοιμόταν ως παιδί. Τα πόμολα των θυρών βρίσκονται στο ύψος του κεφαλιού του. Διασχίζει τον διάδρομο προς την πόρτα που βρίσκεται στην άλλη άκρη. Πίσω από τα κλειστά θυρόφυλλα ακούγονται ήχοι απόγνωσης. Μια γυναίκα φωνάζει βοήθεια. Οι κραυγές της είναι σπαρακτικές. Η αναπνοή της ρυθμική. Ο Λουδοβίκος στέκεται μπροστά στην πόρτα χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Φαντάζεται πως κάποιο φρικτό ζώο, του οποίου τα μουγκρητά ακούει να συνοδεύουν τις κραυγές της γυναίκας, είναι εγκλωβισμένο στο δωμάτιο. Ένας δαίμονας. Από τη χαραμάδα της πόρτας εξέρχεται το παλλόμενο φως ενός κεριού. Η μόνη λογική εξήγηση είναι πως γυναίκα και τέρας καταναλώνονται από τη φωτιά. Ο Λουδοβίκος ξυπνά χωρίς να προλάβει να κάνει τίποτα. Έχει ένα ανεξήγητο βάρος στο στήθος. Στο δωμάτιο δεν βρίσκεται κανείς. Είναι νωρίς το μεσημέρι και η πυρά από τους λευκούς τοίχους τον καταναλώνει. Τα μπράτσα του και ο αυχένας του καίγονται. Το πρόσωπό του είναι παγωμένο. Το σεντόνι έχει τυλιχτεί γύρω από τη μέση του. Σαν σκοινί. Το ανοιχτό παράθυρο είναι η μόνη έξοδος από το δωμάτιο στο οποίο έχει κλείσει όλη τη ζωή του. Αν άραγε δεν είχε καταφύγει στη μεσιτεία του θεού για να ενωθεί με τη γυναίκα, ποιος ξέρει αν θα είχε ανακαλύψει τη λέξη.