Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Κοιμήθηκε ενενήντα χρόνια πριν στο θαυμαστό νησί, ως μοναχός Ανδρόνικος. Τον κλείνουμε, στεγανά, σε μικρές παραγράφους. Με λέξεις κλισέ. Με ζυγίσματα, με κρίσεις, με βαριά λογύδρια.
Άλλον αέρα ανάπνεε αυτός. Είτε στο καράβι για τον τόπο του. Είτε στα Κατουνάκια, στους ευλογημένους Δανιηλαίους. Είτε ανεβαίνοντας χειμώνα καιρό στο Καρπενήσι, της "Ακροπόλεως" ταξειδιώτης.
Γέλαγε η ψυχή του. Το μάτι του κοιτούσε τη χώρα, την χαίρονταν, την ερωτεύονταν και η πένα μελωδούσε τα δικά της. Και χάσκουμε εμείς να μαζέψουμε κοχύλια, κουβέντες, ματιές. Κι αυτός μάς κερνάει συνεχώς, ψυχή γενναιόδωρος.
Κερνάει και φως, αφειδώλευτα, σαν εκείνη την "χρυσή λάμψη" στον "Μπάρμπα-δήμαρχο". Λάμψη που καταπραΰνει, προστατεύει, σώζει.