Βγήκαν από τη σκιά στο ξέφωτο. Ήταν κάμποσοι κι όλο έρχονταν κι άλλοι. Στην αρχή φοβισμένοι, με δέος γι’ αυτό που πήγαιναν να κάνουν, αλλά σιγά σιγά έπαιρναν το θάρρος που δίνουν οι πολλοί. Κοιτάζονταν με νόημα - ξέρω γιατί είσαι κι εσύ εδώ - και οι ματιές τους έπλεκαν ιστό που παγίδευε την υπόσχεση να μη λιποψυχήσουν. Καθένας τους κουβάλαγε τον σταυρό του κι ένα κούτσουρο να καθίσει, χαμηλό, να δείχνει την ταπεινότητά του - μονάχα ο Μεσούτ ο νάνος αντί για σταυρό κουβάλησε ένα άδειο κοντάρι για λαχεία.
Κάθισαν ένα γύρο και σιωπηλά πρόβαρε ο καθένας αυτά που θα ’λεγε όταν θα έρχονταν η ώρα.
Τα χείλη τους σάλευαν σαν να ’καναν προσευχή. Τη συγχωρητική ευχή τούς είχε βάλει ο παπα-Ευτύχης να την αποστηθίσουν, και στη μέση του ξέφωτου, πάνω στην πέτρα, το πετραχήλι του διπλωμένο, έτοιμο να το φορέσει ο εξομολόγος. Ο παπάς, ως αντ’ Αυτού, είχε αποκλειστεί απ’ τη Σύνοδο, γιατί θα γεννιόταν θέμα ασυμβίβαστου και (α)μεροληψίας. Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για μια καθαρή ήττα. Έτοιμοι για την κάθαρση. Τουλάχιστον αυτοί.