«Μπαμπά, πόσο κρατάνε τα νιάτα;» τον ρωτάω, μα αντί για απάντηση, κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Θρηνεί τη νεότητά του, τη θυμιατίζει με τον καπνό του.
…Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, βροντοφώναζε ο ζητιάνος και γύρω του έτρεχαν όλοι να προλάβουν, ενώ ο ίδιος, μη έχοντας το ελάχιστο στην κατοχή του, έμοιαζε τόσο πλήρης, τόσο ευτυχής και ευγνώμων.
…Αν ήμουν στη θέση σου εγώ, θα κατέρρεα. Γεννήθηκα φοβισμένη, πορεύτηκα φοβισμένη. Και μόνο όταν αντίκρισα και τους δικούς σου φόβους, μονάχα τότε κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνη.
...ήθελες να μας μεταδώσεις τη γνώση που μονάχα εσύ κατείχες πια. Κι εμείς οι ανόητοι νομίζαμε ότι απλώς ήθελες να σε κρατήσουμε για λίγο ακόμα στη ζωή. Ορφανά νιώθαμε με το φευγιό σου. Ανήλικοι ενήλικες, μόνοι μπροστά στο θάνατο.