Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
(…) Έξι µέρες ταξιδεύαµε στην τύχη και την έβδοµη αντικρίσαµε στεριά. Ήταν η χώρα των Λαιστρυγόνων. Βρήκαµε εκεί ένα καλό λιµάνι, κλειστό γύρω γύρω από ψηλούς βράχους. Άραξαν οι σύντροφοι τα καράβια στο βάθος του λιµανιού. Εγώ όµως το δικό µου το άφησα απ’ έξω και το έδεσα στις πέτρες. Σαν βγήκαµε απ’ τα πλοία ανέβηκα στον πιο ψηλό βράχο να δω τον τόπο. Παράξενος µου φάνηκε. Καλλιεργηµένη γη δε φαινόταν πουθενά. Έβγαινε όµως καπνός από µακριά κι ένας καρόδροµος οδηγούσε σ’ ένα δάσος. Έστειλα τρεις συντρόφους να µάθουν ποιοι µένουν σ’ αυτόν τον τόπο. Πήραν αυτοί το δρόµο για το δάσος. Σαν προχώρησαν είδαν µια πολιτεία. Κοντά στην είσοδο ήταν µια βρύση, όπου µια κόρη όµορφη, ψηλή, µ’ ένα σταµνί στο χέρι, είχε πάει για νερό. Τη ρώτησαν ποιος είναι ο βασιλιάς σ’ αυτόν τον τόπο και της είπαν πως θα ήθελαν να τον συναντήσουν. Η κοπέλα, που ήταν κόρη του βασιλιά, τους έδειξε τον πύργο του πατέρα της κι ύστερα έβαλε να γεµίσει το σταµνί της. Οι τρεις σύντροφοι πήγαν στο παλάτι κι όταν µπήκαν µέσα αντίκρισαν µια γυναίκα πελώρια σαν βουνό, που κατατρόµαξαν. Εκείνη χωρίς να τους µιλήσει έστειλε να φωνάξει τον άντρα της, τον βασιλιά Αντιφάτη που ήταν στην πλατεία...
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.