Αυτή «φαίνεται εφτάψυχη!» λέει ο υπαξιωματικός της χωροφυλακής για τη νεαρή Κατίνα Τέντα, όταν τη συλλαμβάνουν στη γενέτειρά της, τον Αλμυρό Θεσσαλίας, το 1946, μετά από μήνες καταδίωξης και παρανομίας. Κάποιες απ’ αυτές τις «εφτά ζωές», που ξετυλίχτηκαν σαν μυθιστόρημα μες στη φωτιά και το σίδερο της δεκαετίας του ’40, αφηγείται αυτό το βιβλίο – ίσως η πιο συγκλονιστική αυθεντική μαρτυρίαενόςαγώνα που δόθηκε στην κόψη της Ιστορίας, «στα χρόνια της θύελλας, του ηρωισμού και της ματωμένης ελπίδας».
Ο κόσμος παρακολουθούσε όρθιος, από τους πιο γέρους μέχρι τα μικρά παιδιά. Συνέβαινε κάτι το συγκλονιστικό … σαν να ήταν οι άνθρωποι κλεισμένοι στο σκοτάδι και τώρα τους έβγαζαν στο φως κι ανακάλυπταν τον κόσμο. Τους μάθαιναν γράμματα, έμπαιναν σε χορωδίες, έβλεπαν θέατρο, πήγαιναν σε διαλέξεις, έλυναν μόνοι τους τις διαφορές τους, μιλούσαν με κόσμο που ήταν παλιά απλησίαστος – άγνωστα πράγματα δηλαδή γι’ αυτούς. Γιατί ποιος τα ήξερε τότε αυτά στα χωριά και τις κωμοπόλεις της χώρας μας; Κι αυτό το συγκλονιστικό, το πιο βαθύ που συντελούνταν, αυτό είναι που κάνει εμάς να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που ζήσαμε τα χρόνια της Αντίστασης. Κι αυτό ακριβώς είναι που τρόμαξε τους Άγγλους «σερ», τον Τσώρτσιλ, τον Κρις, τον Μάγιερ, κι έβαλαν τα δυνατά τους να μας πνίξουν.
Είναι απίστευτη η υπερένταση που υπάρχει λίγο πριν από τη μάχη, είναι ένα υπέρτατο τέντωμα όλων των αισθήσεων που εκφράζεται στους χτύπους της καρδιάς. Μόλις ο λεπτοδείκτης πάτησε τη συμφωνημένη ώρα και η πρώτη σφαίρα έσκισε τη σιωπή, ο ουρανός άστραψε και ταυτόχρονα άρχισαν να σφυρίζουν οι σφαίρες, να σκάνε οι όλμοι και οι χειροβομβίδες, να γίνεται η νύχτα κόκκινη μέρα. Τρέλα! Είχαμε πλησιάσει σερνάμενοι τα συρματοπλέγματα και ήταν το σημείο όπου χτυπούσαν τα πολυβόλα. Κάποιος κολλημένος στη γη προσπαθούσε να τα κόψει για να περάσουμε από κάτω. Μέσα στους κρότους, τα «αέρα!» και τις διαταγές, πιάνω απ’ τα αριστερά μια φωνή: «Η Βάσωωω, η Βάσωωω!» «Τι η Βάσω; Τι έπαθε η Βάσω;» Γύρισα τα μάτια μου προς τα εκεί και στην ανταύγεια μιας λάμψης την είδα: όρθια σαν σκιά, μ’ ανοιχτά τα χέρια πάνω στο συρματόπλεγμα, σαν νότα στο πεντάγραμμο! Την είχαν γαζώσει. Μα πότε κιόλας; Από το πριν έως το τώρα δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά. Η μάχη είχε φουντώσει και η ομάδα μας προχωρούσε σερνάμενη. Ξαναγύρισα το κεφάλι, είδα ότι προσπαθούσαν μέσα στα πυρά να την πάρουν. Δεν έμαθα αν το πέτυχαν αλλά ούτε και ρώτησα, δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτε άλλο…
Δεν είχαμε ακόμη φύγει από την έδρα της ταξιαρχίας, όταν μαύρισε ο τόπος απ’ τα βαριά σύννεφα κι άρχισε μια βροχή-πλημμύρα. Αέρας, νερό, αστραπές και βροντές, ήρθε κι η νύχτα, άρχισαν και τα κανόνια απ’ τις δύο πλευρές και νόμιζες ότι ανέβηκε επάνω ο σκοτεινός κάτω κόσμος, πως συνέβαινε κάτι το εξωπραγματικό, τόσο παν-καταστροφικό που το θεωρούσες κι ανώφελο να φυλαχτείς … Πάνω στο φορείο ήταν ξαπλωμένη μια κοπέλα από τη Ρούμελη με μια τόση δα τρυπούλα στο κεφάλι, ακριβώς στη θέση της κορυφής. Το εσωτερικό του κεφαλιού είχε πεταχτεί έξω σαν ένα καρούμπαλο, αλλά αυτή ζούσε.
Τα θραύσματα περνούσαν ανάμεσά μας, μα όσο κι αν βιαζόμασταν, προχωρούσαμε δύσκολα μέσα στη βροχή. Κι εκείνη πάνω στο φορείο τραγουδούσε: «Απόψε θα πλαγιάσουμε σε μαλακό χορτάρι, θα δώσει και θα πάρει το γλέντι μας, παιδιά, εμπρός, μη χάνουμε καιρό κι ας μπούμε αράδα-αράδα, Ελλάδα μας, Ελλάδα, αστέρι τ’ ουρανού…» Είχε δυνατή φωνή. Ήταν γνωστή ακριβώς απ’ αυτή τη φωνή, γιατί όταν έπαιρνε τα βράδια τον τηλεβόα αντιλαλούσαν τα βουνά … Κοντεύαμε να φτάσουμε στο Ταμπούρι όταν άστραψε κι έλαμψε ο τόπος κι αμέσως βρόντηξε εκεί κοντά ο κεραυνός. Αυτό ήταν: με το πέσιμο του κεραυνού σίγασε κι η φωνή της. Έσβησε! Κι εμείς που ελπίζαμε κοπήκαμε, βάλαμε τα κλάματα και τα δάκρυά μας ανακατεύονταν με το νερό, όμως τρέχαμε χωρίς να σταματήσουμε, για να τη φτάσουμε στο σταθμό.