Λένε πως, κάποτε από τον φόβο των ανθρώπων για όσα βίωναν και δεν µπορούσαν να εξηγήσουν, γεννήθηκαν ιστορίες και µύθοι, που µεταµορφώθηκαν σε πουλιά και πέταξαν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Και µπήκαν, λέει, κρυφά στα σπίτια των ανθρώπων και κάθισαν επάνω στα χείλη τους. Και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να λαλούν πράγµατα ανείπωτα…
Και γέµισαν οι λίµνες και τα βουνά µε ξωθιές και χαµοδράκια. Τα πηγάδια και οι βρύσες στοίχειωσαν, και οι γριές στα σταυροδρόµια έψελναν ανάποδα τις προσευχές. Νεκροί επέστρεψαν στο γέµισµα του φεγγαριού και οι αλαφροΐσκιωτοι δεν βρήκαν πουθενά τη γιατρειά τους.
Πού να πάς και πού να σταθείς. Μικροί διάβολοι ξετρύπωναν από παντού και τα στοιχειά στα γιοφύρια ζητούσαν θυσίες. Βλάφτηκαν παιδιά, βλάφτηκαν λεχώνες. Στα ξέφωτα µάγισσες χόρευαν και έσπερναν κατάρες. Και ο απήγανος φύτρωσε στις αυλές και στις τενεκεδένιες γλάστρες και η φλόγα από το εικονοστάσι έκαιγε ως το πρωί…