Η Πνευματική Πορεία του Γένους με όχημα το χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο
Γ΄ τόμος μέσα 17ου - αρχές 18ου αιώνα
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5337-11-7
Άτων, Αθήνα, 12/2019
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 35.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Σκληρόδετο
22 x 29 εκ., 384 σελ.
τ. 3
Σύντομη περιγραφή
Αποτυπώνει ποικίλες εκφράσεις του Γένους στη Δύση και την Ανατολή. Συνεχίζεται το χρονικό της Πατριαρχικής Σχολής από την περίοδο της σχολαρχίας του Αλ. Μαυροκορδάτου. Παρουσιάζεται η ελληνική τυπογραφία στις παρίστριες ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας. Παρουσιάζεται το δίκαιο επί Τουρκοκρατίας επισημαίνοντας τη σχέση του με το βυζαντινό.
Περιγραφή

Στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ τρίτου τόμου τῆς Πνευματικῆς Πορείας γίνεται ἀναφορά στά πολιτικά γεγονότα πού ἀκολούθησαν τήν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Τούρκους τό 1669 καί στό σέ ποιό βαθμό ἐπηρέασε ἡ ἀπώλεια αὐτή τόν ἑλληνόφωνο πληθυσμό τῆς νησιωτικῆς κυρίως Ἑλλάδας. Ἡ χρονική αὐτή περίοδος ὅμως συμπίπτει καί μέ τήν κάμψη τῆς τούρκικης δύναμης στήν ἀνατολική Εὐρώπη λόγῳ τῶν δυσκολιῶν πού δημιούργησαν οἱ ἀποστάσεις ἀνάμεσα στήν Κωνσταντινούπολη καί τά πολεμικά μέτωπα.

Τό 1683 ὀργανώνεται ἡ δεύτερη πολιορκία τῆς Βιέννης ἀπό τούς Τούρκους, ἡ ὁποία, μετά ἀπό πολύμηνο ἀποκλεισμό τῆς πόλης, ὁδήγησε σέ πλήρη καταστροφή τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος τῶν Τούρκων. Τό γεγονός αὐτό θά ἀναδιαμορφώσει τά σχέδια τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, τῆς Γαλλίας καί τῆς Αὐστρίας, γιά τήν περιοχή τῶν Βαλκανίων καί τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Οἱ Βενετοί, μετά τήν ἀπώλεια τῆς Κρήτης, ἐπιχειροῦν ὑπό τόν Μοροζίνη νά ἀνακαταλάβουν περιοχές στήν Πελοπόννησο καί τή Στερεά Ἑλλάδα ὅπως καί νησιά τοῦ Ἰονίου, μέ πρόσκαιρα ὅμως ἀποτελέσματα. Ἔτσι τό ὄνομα Μοροζίνης ἔμεινε στήν ἱστορία συνδεδεμένο μόνο μέ τόν βομβαρδισμό καί τήν καταστροφή τοῦ Παρθενώνα.

Οἱ πολεμικές συρράξεις Εὐρωπαίων καί Τούρκων θά διαμορφώσουν ἕνα θολό πολιτικό τοπίο στήν ἀνατολική Εὐρώπη. Ἡ κατάσταση αὐτή ὁδήγησε στήν περίφημη Συνθήκη τοῦ Κάρλοβιτς, ἡ ὁποία ἀνέδειξε τούς Ἀψβούργους ρυθμιστές στίς παραδουνάβιες περιοχές καί στή βόρεια Βαλκανική. Ἡ συνθήκη αὐτή θά ἀποβεῖ εὐεργετική γιά τό ἑλληνικό στοιχεῖο, καθώς ἔτσι ἄνοιξε μιά καινούρια χερσαία καί ἀσφαλής ὁδός ἀπό τήν ἀνατολική πρός τήν κεντρική Εὐρώπη.

Μετά τή Συνθήκη τοῦ Κάρλοβιτς παύει καί ἡ στρατιωτική πρωτοβουλία τῶν Βενετῶν στήν ἀνατολική Μεσόγειο, κυρίως στόν ἑλληνικό χῶρο, καί τή σκυτάλη παραλαμβάνει ἡ Ρωσία, πού ἐπιδίωκε νά ἐξελιχθεῖ σέ προστάτιδα τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ κόσμου. Ἔτσι, ἀπό τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, ἡ Ρωσία ἀναδεικνύεται σέ ὑπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη, κυρίως ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἀνάρρησης στόν τσαρικό θρόνο τοῦ Πέτρου Α´. Παράλληλα, ὁ νέος τσάρος θά ἀγωνιστεῖ γιά νά ἀνυψώσει τό βιοτικό ἐπίπεδο τῶν Ρώσων καί νά ἐκσυγχρονίσει τήν κοινωνία. Μέ τόν Μέγα Πέτρο ἀναβιώνουν θρύλοι καί προφητεῖες πού στήν ἑλληνική συνείδηση τόν ἀναδεικνύουν ὡς τόν θρυλούμενο βασιλέα ὁ ὁποῖος θά ἀνακαταλάμβανε τήν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη. Τό ἑλληνικό στοιχεῖο πυκνώνει ἔκτοτε τήν παρουσία του στήν αὐλή τοῦ τσάρου, ὑπό διάφορες ἰδιότητες, μεταξύ ἄλλων τοῦ ἰατροφιλοσόφου.

Στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα παρατηρεῖται ἀναστάτωση στή δυτική Μεσόγειο ἀλλά καί στήν περιοχή τῶν Βαλκανίων, στήν ὁποία ἐμπλέκονται οἱ Αὐστριακοί καί οἱ Ἰσπανοί, ἐνῶ οἱ Βενετοί βρίσκονται σέ ἀδυναμία νά ἐκμεταλλευτοῦν τήν ὀπισθοχώρηση τῶν Τούρκων ―ἡ νέα πολιτική κατάσταση ὁδήγησε στή Συνθήκη τοῦ Πασάροβιτς. Ἡ συνθήκη αὐτή, πού ὑπογράφηκε τό 1718, σήμανε τό τέλος τοῦ τριετοῦς πολέμου τῆς Βενετίας μέ τήν Ὑψηλή Πύλη καί ταυτόχρονα μείωσε αἰσθητά τήν ἐπιρροή τους στήν ἀνατολική Μεσόγειο, τό Ἰόνιο καί τή Δαλματία. Ἀπό τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης (1718) αὐτῆς μέχρι τά χρόνια της Μεγάλης Αἰκατερίνης Β´, ὁ ἑλληνισμός θά ἐπωφεληθεῖ ἀπό μιά ἀσυνήθιστα μακρά περίοδο εἰρήνης στήν εὐρύτερη ἀνατολική Μεσόγειο.

Σέ οἰκονομικό ἐπίπεδο τώρα, τήν ἐποχή αὐτή ἡ Θεσσαλονίκη θά ἀναδειχθεῖ σέ σημαντικό ἐμπορικό καί διακομιστικό κέντρο, καθώς τό λιμάνι της θά συνδεθεῖ μέ τή Μασσαλία καί ἀπό ἐκεῖ μέ τίς ἀγορές τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης. Μετά τό 1650, οἱ Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης καί τῶν νησιῶν τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου θά ἰσχυροποιηθοῦν οἰκονομικά, καθώς μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Φαναριωτῶν θά ἐπεκτείνουν τίς δραστηριότητες τους στίς περιοχές τῆς Βλαχίας καί τῆς Μολδαβίας, προετοιμάζοντας ἔτσι τόν πολύπλευρο ρόλο πού διαδραμάτισαν στίς ἡγεμονίες αὐτές.

Στό δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζουμε τήν ἵδρυση τῆς πρώτης ἀνώτερης ἑλληνικῆς σχολῆς πού λειτούργησε μέ τήν ὑποστήριξη Ἑλλήνων, μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας τῆς Βενετίας, σύμφωνα μέ τή βούληση τοῦ Θωμᾶ Φλαγγίνη. Ἡ σχολή (ἤ φροντιστήριο) ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν δύο κολλεγίων τοῦ Κωττούνιου καί τοῦ Παλαιόκαπα, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε στόν Β´ τόμο τῆς Πορείας. Τό Φλαγγίνειο ἤ Φλαγγινιανό Φροντιστήριο ὀργανώθηκε σέ ἰδιόκτητο κτίσμα καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ τό 1665. Ἡ διδασκαλία ἐπικεντρώθηκε στίς ἑξῆς παραδόσεις: γραμματική, ρητορική, λογική, φιλοσοφία, ἐνῶ ἀργότερα προστέθηκαν μαθηματικά, γεωγραφία καί θεολογία. Ὅλοι σχεδόν οἱ δάσκαλοί του κατάγονταν ἀπό τήν Κρήτη, μέ πρῶτο τόν Νικόλαο Καλλιάκη (1665–1676) καί τελευταῖο τόν Σπυρίδωνα Βλαντῆ. Ἐντός τῆς σχολῆς ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μεταξύ αὐ­τῶν ὁ πολύς Γεράσιμος Βλάχος, μετέπειτα μητροπολίτης Φιλαδελ­φείας, πού κληροδότησε στό ἵδρυμα τή σπουδαία βιβλιοθήκη του.

Στό τρίτο κεφάλαιο ἀναφέρονται πνευματικοί κύκλοι πού ὀρ­γανώθηκαν στή Βενετία μέ κέντρο τό Φλαγγίνειο καί δραστηριοποιήθηκαν σέ ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο. Μιλᾶ­με γιά τήν Ἀκαδημία τῶν Ἀβλαβῶν, πού ἦταν στήν οὐσία φιλολογικός σύλλογος: τά μέλη της συνέταξαν ποιητικές συλλογές, οἱ ὁποῖες μάλιστα κυκλοφόρησαν ἔντυπες, ὅπως τά Ἄνθη Εὐλαβείας καί τό  Graeciae Obsequia. Στό ἴδιο κεφάλαιο ἀναφέρονται ὀνόματα πολλῶν σπουδαστῶν του Φροντιστηρίου, οἱ ὁποῖοι ξεχώρισαν ἀργότερα στήν πνευματική σκηνή τῆς Βενετίας, ὅπως ὁ Αὐγουστίνος Καπέλλος, ὁ Γεώργιος Μαγιώτας, ὁ Ἰωάννης Ἀβράμιος ἤ ὁ Ἠλίας Μηνιάτης.

Τό τέταρτο κεφάλαιο εἶναι ἀφιερωμένο στίς παρίστριες ἡγεμονίες τῆς Βλαχίας καί τῆς Μολδαβίας, δηλαδή στά πρῶτα οἱονεί αὐτόνομα κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Σχετικά μέ τίς ἡγεμονίες αὐτές γίνεται ἀρχικά λόγος γιά τό πολιτικό πλαίσιο πού ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῶν βογιάρων καί γιά τά προνόμια πού εἶχαν ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη ὡς ἡμιαυτόνομα κράτη. Οἱ περιοχές αὐτές τῆς σημερινῆς Ρουμανίας εἶχαν καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τό ἑλληνικό στοιχεῖο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (13ος αἰώνας τουλάχιστον), ἔχοντας ὡς συνδετικό κρίκο τήν ὀρθοδοξία καί τήν ἀναπαραγωγή καί διακίνηση χειρόγραφου ὑλικοῦ στά ἑλληνικά ἀλλά καί στά σλαβονικά.

Στά μέσα περίπου τοῦ 17ου αἰώνα γεννιέται ὁ ὅρος «φαναριωτισμός», πού παραπέμπει στά μέλη τῆς βυζαντινῆς ἀριστοκρατίας τά ἐγκατεστημένα στό Φανάρι τῆς Κωνσταντινούπολης καί σέ ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ χρήματος, ἀν­θρώπους πού ἐντάχθηκαν σταδιακά στήν πολιτική σκηνή τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἀπό τίς θέσεις τοῦ Μεγάλου Διερμηνέα καί τοῦ Δραγουμάνου τοῦ Στόλου, τίς ὁποῖες κατεῖχαν ὁ Ἀλέξανδρος Μαυ­ροκορδάτος καί ὁ Ἰωάννης Πορφυρίτης, προλειάνθηκε τό ἔδαφος ὥστε Ἕλληνες τῆς «ἀριστοκρατικῆς» τάξης τῆς Κωνσταντινούπολης νά προωθηθοῦν στό ἀξίωμα τοῦ ὀσποδάρου, τοῦ ἡγεμόνα δηλαδή τῶν παρίστριων ἡγεμονιῶν τῆς Βλαχίας καί τῆς Μολδαβίας. Τό ἀξίωμα αὐτό ἔδωσε τή δυνατότητα στούς Ἕλληνες, ἀλλά καί στούς φιλέλληνες Ρουμάνους, νά προσφέρουν μεγάλες ὑπηρεσίες στό δοκιμαζόμενο Γένος: ἱδρύθηκαν κέντρα ἀντιγραφῆς χειρογράφων σέ μοναστηριακούς καί ἐκκλησιαστικούς χώρους, πού μετατράπηκαν σέ τυπογραφεῖα ἀπό τό 1642 καί μετά, καί ἱδρύθηκαν ἑλληνικά σχολεῖα, μέ ἀπόγειο τήν Αὐθεντική Ἀκαδημία. Ἔτσι μπόρεσε νά δοθεῖ ἡ δέουσα ἀπάντηση καί νά ἀνακοπεῖ ἡ κίνηση τῆς καθολικῆς προπαγάνδας (ἡ ὁποία ἐξέδιδε καί διοχέτευε μεταξύ ἄλλων στόν χριστιανικό κόσμο τῶν Βαλκανίων καί τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης δωρεάν συγγράμματα στό πνεῦμα τῆς οὐ­νίας). Στό νέο καθεστώς πού δημιουργήθηκε στίς ἡγεμονίες αὐτές βρῆκαν πολιτική, θρησκευτική καί πολιτιστική στέγη ἑλληνόφωνοι μέ ποικίλες δραστηριότητες ―αὐλικοί, ἰατροφιλόσοφοι, δάσκαλοι, συγγραφεῖς, μεταφραστές, τυπογράφοι, διορθωτές, ἐπιμελητές καί μέλη τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου.

Ἀπό τά σημαντικότατα ὀφέλη γιά τό Γένος ἦταν ἡ λειτουργία ἑλληνικῶν τυπογραφείων, στά ὁποῖα ἐκδίδονταν μέχρι τά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα σπουδαῖες ἐκδόσεις ὄχι μόνο δογματικοῦ καί ἀντιρρητικοῦ χαρακτήρα, λόγου χάρη τό ἔργο Ἀντίρρησις περὶ τῆς ἀρ­χῆς τοῦ πάπα, ὁ Τόμος Ἀγάπης, ὁ Τόμος Καταλλαγῆς, τό Περὶ Καθηκόντων τοῦ Ν. Μαυροκορδάτου, ἀλλά καί Μηναῖα, Εὐαγγέλια ἤ ὁ Κῶδιξ Πολιτικὸς τοῦ Ἀλέξανδρου Σκαρλάτου Καλλιμάχη. Ἀπό τυπογραφική ἄποψη, ἄς τονιστεῖ ὅτι τά βιβλία αὐτά διαφέρουν χαρακτηριστικά ἀπό τίς ὑπόλοιπες ἑλληνικές ἐκδόσεις πού τυπώνονταν στή Βενετία κυρίως καί τή Βιέννη, καθώς ἡ αἰσθητική τους διαμορφώθηκε σέ συνάρτηση μέ τήν τυπογραφική παράδοση τοῦ ρουμανικοῦ βιβλίου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται στό 1508!

Στό πέμπτο κεφάλαιο συνεχίζεται ἡ ἀφήγηση, πού ξεκίνησε στόν Α΄ τόμο καί συνεχίστηκε στόν Β´ τόμο τῆς Πορείας, σχετικά μέ τή διαδρομή τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς ἰδίως ἀπό τήν ἐποχή πού τή διεύθυνσή της ἀνέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1685). Γιά τόν Μαυροκορδάτο, τόν «ἐξ ἀπορρήτων» καί Μέγα Διερμηνέα τῆς αὐλῆς τοῦ σουλτάνου, γίνεται ἀναφορά στό συγγραφικό καί διδακτικό του ἔργο στήν Πατριαρχική Σχολή, καθώς καί στά πονήματά του πού ἐκδόθηκαν ἔντυπα. Μνημονεύονται ἐπίσης οἱ συνεχιστές τοῦ διδακτικοῦ του ἔργου στή Σχολή, ὅπως ὁ Γεράσιμος ὁ Ἀκαρνάν καί ὁ Ἀντώνιος Σπαντωνής.

Ἰδιαίτερη θέση στό κεφάλαιο αὐτό καταλαμβάνει ἡ ἵδρυση καί ἡ λειτουργία τῆς Αὐθεντικῆς Ἀκαδημίας στό Βουκουρέστι, πού λειτούργησε ἀπό τό 1688 καί καθ’ ὅλο τόν 18ο αἰώνα. Τή λειτουργία της ἐγκαινίασε ὁ Σεβαστός Κυμινήτης, πρώην μαθητής ἀλλά καί δάσκαλος στήν Πατριαρχική Σχολή. Ὁ Κυμινήτης δίδαξε κυρίως ἀρχαία ἑλληνική λογοτεχνία καί φιλοσοφία ―τήν ποίηση τοῦ Ἡσίοδου, τοῦ Πινδάρου, τοῦ Ἀπολλώνιου Ρόδιου, τούς Νεκρικοὺς διαλόγους τοῦ Λουκιανοῦ καί πραγματεῖες τοῦ Σταγειρίτη, ὅπως τό Περὶ ψυχῆς ἤ τό Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν Αὐθεντική Ἀκαδημία, ἱδρύθηκε μιά ἀκόμη ἀνώτερη σχολή στό Ἰάσιο, τήν τότε πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, ἡ ὁποία ἀρχικά λειτούργησε ὡς ἑλληνικό σχολεῖο μέ πρωτοβουλία τοῦ δεσπότη Ἰάκωβου Ἡρακλείδη (1561–1568).

Στό ἕκτο κεφάλαιο, ἀναπτύσσονται τά τοῦ πολιτικοῦ καί ἐκ­κλησιαστικοῦ δικαίου τό ὁποῖο ἴσχυε κατά τήν Τουρκοκρατία καί ἀποτελοῦσε ἐν πολλοῖς συνέχεια τοῦ δικαιικοῦ συστήματος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Γίνεται λόγος γιά τό περιεχόμενο τῆς Ἑξαβίβλου τοῦ Κωνσταντίνου Ἀρμενόπουλου καί γιά τά ἄλλα νομοθετήματα πού ἐντάχθηκαν σέ αὐτήν, ὅπως ἡ παράφραση τοῦ Συντάγματος τοῦ Βλάσταρη ἀπό τόν Κ. Κριτόπουλο. Μνεία γίνε­ται καί γιά τίς ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ ἔργου, μέ πρώτη αὐτή πού τυπώθηκε στό Παρίσι τό 1540, ἀλλά καί τήν πρώτη ἀποκλειστικά ἑλληνική πού τυπώθηκε μέ ἐκδοτική ἐπιμέλεια τοῦ Ἀλέξιου Σπανοῦ στή Βενετία ἀπό τόν Νικόλαο Γλυκή τό 1744.

Ἀκολούθως, γίνεται ἀναφορά στό δίκαιο πού θεσπίστηκε καί ἐπικράτησε στίς παρίστριες ἡγεμονίες τῆς Μολδαβίας καί τῆς Βλαχίας, ὅπως περιέχεται στό Νομικὸν Πρόχειρον τοῦ Μιχαήλ Φωτεινόπουλου, στό Συνταγμάτιον Νομικόν, πού τότε ἀποδιδόταν στόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, ἤ στόν Πολιτικὸν Κώδικα τοῦ Σκαρλάτου Καλλιμάχη καί στή Νομοθεσία τοῦ Γεώργιου Καρατζᾶ. Λόγος γίνεται ἐπίσης καί γιά τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο καί βέβαια γιά τή σύνταξη τοῦ Πηδαλίου τῆς νοητῆς νηός, τό ὁποῖο πρωτοεκδόθηκε τό 1800 καί ἐνσωματώνει γιά πρώτη φορά ὅλους τους κανόνες πού διέπουν τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο.

Μετά τίς ἐκδόσεις περί δικαίου, πολιτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ, γίνεται ἀναφορά στό ἔργο τοῦ Νικόλαου Κομνηνοῦ Παπαδόπουλου (1651–1740), τό ὁποῖο ἐντάσσεται στό πνεῦμα τῆς προπαγάνδας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τήν ἐποχή πού ἱδρύθηκε καί λειτούργησε τό τυπογραφεῖο τῆς Sacra Congre­gatio de Propaganda Fide (1626). Τό σύγγραμμα τοῦ Κομνηνοῦ Prae­notationes Mystagogicae πρωτοεκδόθηκε τό 1697 καί ἐπιχειροῦσε νά ἐπισημάνει τίς διαφορές ἀνάμεσα στήν Ἀνατολική καί τή Δυτική Ἐκκλησία. Ὁ συγγραφέας του υἱοθετεῖ συλλογισμούς καί ἀπόψεις τῆς οὐνίας, ὅπως εἶχαν διατυπωθεῖ ἀπό τόν Πέτρο Ἀρκούδιο καί τόν Λέοντα Ἀλλάτιο, οἱ ὁποῖοι ἀντιμάχονταν τίς θέσεις ἐπιφανῶν θεο­λόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, σάν τόν Μάξιμο Μαργούνιο.

Στό ἕβδομο κεφάλαιο ἐξετάζονται τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζαν οἱ κοινοβιακές κοινότητες, τά μοναστηριακά κέντρα, τά διάσπαρτα προσκυνήματα στούς Ἁγίους Τόπους καί τά τρία ὀρθόδοξα πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Τό πρόβλημά τους ἦταν καίριο, καθώς ἀφοροῦσε τήν ἴδια τήν ἐπιβίωσή τους: ἡ χρηματοδότησή τους δέν ἦταν ἐξασφαλισμένη, ὁπότε βασίζονταν σέ μικρές ἤ μεγάλες χορηγίες τῶν πιστῶν. Γιά νά ἀντιμετωπισθεῖ τό πρόβλημα αὐτό χρησιμοποιήθηκε μιά μέθοδος πού ἐπινοήθηκε στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ζητεία.

Σέ συνάρτηση μέ τό φαινόμενο τῆς ζητείας, ὅπου οἱ ἡγούμενοι τῶν μοναστηριῶν περιοδεύουν σέ πόλεις καί χωριά τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου πρός ἄγραν ὀβολῶν, ἐπινοεῖται τό ἀντίδωρον, ἤτοι χειρόγραφο ἤ ἔντυπο ὑλικό πού προβάλλει τήν ἱστορία τῆς μονῆς, τά κειμήλιά της, τίς θαυματουργές εἰκόνες της καί τούς  καθ’ οἱονδήποτε τρόπο συνδεόμενους μέ αὐτήν ἁγίους καί ὁσιομάρτυρες. Τό εἰκαστικό ὑλικό, δηλαδή οἱ χάρτινες εἰκόνες καί ἡ εἰκονογράφηση τῶν Προσκυνηταρίων, παρουσιάζει τεράστιο ἐνδιαφέρον, καθώς μέ τίς ἀπεικονίσεις τῶν διάσπαρτων μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν προσκυνημάτων στούς Ἁγίους Τόπους μᾶς παραδίδεται ἡ αὐθεντική ἀρχιτεκτονική τους μορφή, ἡ ὁποία ἔχει ἀλ­λοιωθεῖ στό πέρασμα τοῦ χρόνου. 

Τέλος, στό κεφάλαιο αὐτό θίγεται καί ἕνας ἀκόμη τρόπος προσέλκυσης τῶν πιστῶν μέ ἔντυπες κυρίως Ἀκολουθίες. Οἱ ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες διαιώνιζαν τή μνήμη ὅσων ἡ Ἐκκλησία τιμοῦσε ὡς θεματοφύλακες τῆς πίστης, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι εἶχαν μαρτυρήσει καί ἁγιοποιηθεῖ στά μεταβυζαντινά χρόνια.

Στό ὄγδοο κεφάλαιο θίγεται τό ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέ βάση τό σύγγραμμα πού εἶχε συντάξει ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας Εὐσέβιος καί τό ὁποῖο ἀποτέλεσε τό θεμέλιο γιά νά γραφτεῖ ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἀνατολή καί τή Δύση ἀπό τά χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου Α´. Στή συνέχεια μνημονεύονται προσπάθειες Καθολικῶν καί τῶν Διαμαρτυρομένων ἀργότερα θεο­λόγων νά συντάξουν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὑπό τή δική τους δογματική ἤ μεταρρυθμιστική ὀπτική.

Μετά τά συγγράμματα τοῦ Εὐσέβιου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καί Εὐαγγελικὴ προπαρασκευή, γίνεται διεξοδικά λόγος γιά τήν Ἐπιτομὴ τῆς ἱεροκοσμικῆς ἱστορίας τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νεκτάριου, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1677. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι οὐσιαστικά μιά χρονογραφία τῆς μονῆς τοῦ Σινᾶ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἵδρυσής της μέχρι τά χρόνια τοῦ Νεκτάριου. Πρόκειται γιά περιγραφές καί χρονικά πού σχετίζονται μέ τό Θεοβάδιστο Ὄρος καί τήν ἑβραϊκή ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδίως μέ τόν Μωυσῆ, τόν Ἀαρών καί τίς Δέκα Ἐντολές.

Στό ἴδιο κεφάλαιο μνημονεύονται ὁ βίος καί τά ἔργα δύο ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, τοῦ πατριάρχη Δοσίθεου Β´ τῶν Ἱεροσολύμων καί τοῦ Μελέτιου, ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Ἐκτίθενται ἐπίσης οἱ προϋποθέσεις καί οἱ συνθῆκες γιά τή σύνταξη δύο σχετικῶν συγγραμμάτων, δηλαδή τῆς Δωδεκαβίβλου καί τῆς Ἐκ­κλησιαστικῆς ἱστορίας, ἐνῶ γιά ζητήματα σχετικά μέ τήν ἔκδοσή τους θά γίνει λόγος στόν Δ´ τόμο τῆς Πορείας.

Τό τελευταῖο κεφάλαιο ἀποτελεῖ κατά κάποιο τρόπο προοίμιο γιά τά θέματα πού συνδέονται μέ τόν περιηγητισμό καί θά ἐξετασθοῦν στόν ἑπόμενο τόμο τῆς Πορείας. Πρός τό παρόν γίνεται ἁπλῶς ἀναφορά στήν πρωτοβουλία τῶν πρώτων περιηγητῶν πού ἐπισκέφθηκαν τόν ἑλληνικό χῶρο μέ σκοπό νά μελετήσουν καί νά ἀποτυπώσουν στό χαρτί μέ τήν πένα καί τό κάρβουνο ἤ τόν χρωστήρα τόν Παρθενώνα καί τά μνημεῖα γύρω ἀπό τήν Ἀκρόπολη σέ μιά ἐποχή ὅπου δέν εἶχαν ἀκόμα βανδαλιστεῖ μέ τήν πολιορκία τοῦ Μοροζίνη.


Add: 2020-02-05 10:10:45 - Upd: 2023-04-06 16:42:40