Οι «Καταβολάδες» είναι η σερπαντίνα του ταξιδιού µιας µικρής προσωπικής οδύσσειας. Ο τίτλος, υπαινισσόµενος τον πολλαπλασιασµό, την παραγωγή και την µετάλλαξη πετάει ελεύθερος στις φαντασιώσεις των στίχων που συγκροτούν µια ενότητα δέντρου. Η διαδοχή των όντων στον αέναο κύκλο της ποίησης αντικαθιστούν το ένα το άλλο, αλλάζουν χέρια και περνούν µέσα από τον έναν στίχο στον άλλο χαρίζοντας στιγµές και χαράζοντας έναν ποιητικό κύκλο καταδικασµένο να µιµείται ανεπιτυχώς. Ένας ατελής ήλιος. Μια ανολοκλήρωτη θεµελίωση στο εµπειρικό συµβάν µε υπερβατολογικές ανησυχίες. Το πέρασµα στον άχρονο τόπο επαναφέρει το τυχαίο στο προσκήνιο. Επικαλείται την πιο αρχαία βεβαιότητα σε αντίστιξη µε την παρούσα. Ασφαλώς η συµβολική Βενετία του προσωπείου διέρρηξε τον κύκλο διά παντός και άφησε το νέο ενδεχόµενο να αιωρείται αλλοιώνοντας την παρούσα κατάσταση του παρελθόντος εξαφανίζοντας ολωσδιόλου τον φερόµενο ποιητή που χάνεται σαν ξένος.