Ποιητική συλλογή, στην οποία, εν είδει εισαγωγής, προτάσσεται το κείμενο: Η Βρεφοδόχος.
Δύσκολη δεν είναι η υποσημείωση αλλά η αρίθμηση στο τέλος της σελίδας. Δύσκολο είναι να κρατάς λογαριασμό. Γράφοντας, κρατάω λογαριασμό των ετών που πέρασαν. Και είναι φυσικό να σημειώνω κάτω από ένα έργο που δεν έκανα, ένα σώμα που δεν είχα. Και ό,τι έκανα ‒ό,τι είμαι‒ είναι ένας μακρύς κατάλογος αναφορών όπου πασχίζω να εντάξω και τα ποιήματά μου. Δεν τους αξίζει. Δεν τον αναγνωρίζουν. Το ποίημα είναι αυτεξούσιο στο φως της λάμπας. Μόνο, εξυψωμένο. Κερδίζει χρόνο με τους αριθμούς, αλλά ως γράμματα μιας ξένης γλώσσας, ως εάν το τέλος του είναι λατινικό, «οι αριθμοί» άλλωστε «έχουν ιδιότητες που είναι απόλυτες». Οπότε, σημειώνει ο Λακάν, «η γλώσσα δεν μπορεί παρά να υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς». ΜCMXLIV, λοιπόν, όπου και σημειώνεται εκτός από τη η χρονολογία της γέννησής μου η μητρόθεν κρύπτη των ποιημάτων μου. Μετά, στη βαθμίδα του γράμματος, υψώνω αριθμούς. Το γράμμα μου μετέχει στην υπόσταση, αγραμματοφώνητο. Γράμμα που μετράει και μετρά.
Έτσι μετρώ και γράφω και νοσταλγώ τη χρονολογία από την οποία έχω διά παντός απομακρυνθεί, μη μπορώντας να φανταστώ τη χρονολογία στην οποία θα καταλήξω. Έτσι υποσημειώνω και εκμετρώ. Όχι ο μνήμων αλλά ο επιλήσμων Άγγελος της ιστορίας μου. Στρέφομαι κι εγώ στο παρελθόν, όταν στα πόδια μου στοιβάζονται τα ερείπια στη Βρεφοδόχο.
"Έτσι ακριβώς περιμένουμε τον θάνατο. Περιμένουμε χωρίς να περιμένουμε". Jacques Derrida