Μπορεί να ήμουνα σκληρός,
κάποιες φορές να σ’ έκανα να κλάψεις,
μα όταν άλλαζε ο καιρός
στης μπόρας σου σκιαζόμουνα τις λάμψεις.
Ήταν κι εκείνα τα πουλιά
που μ’ άρεσε ψηλά να τα χαζεύω
και σε ξεχνούσα χαμηλά,
αγία μόνη κι αλιβάνιστη σε τέμπλο.
Ύστερα έφυγες γιατί
βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια,
κι έζωσαν άσπροι πυρετοί
τις νύχτες, και τις μέρες μαύρα φίδια.