Όμως μια νύχτα αποκοιμήθηκα στον ήσκιο της συκιάς. Κι ονειριάστηκα. Είδα μια χλωμή πρασινόμαλη κοπέλα να κατεβαίνει σιγά σιγά ξεγλιστρώντας από τα φεγγαρόντυτα κλαδιά και να έρχεται σιμά-μου και να μου λαλεί με φωνή δροσερότατη σαν το παραμιλητό του νερού που κυλάει το απόβραδο τραγουδώντας στις μοναξιές. Και η νεράϊδα μου μιλούσε για περασμένους ανθρώπους που αγάπησε και την ελύπησαν. Και για ομορφιές και πόθους και δάκρια που είχανε βασιλέψει στη μνήμη του καιρού.
Τόσο είταν ασημένια και τόσα ξανθότρεμα αστέρια σπιθίζανε μέσα στα μάτια-της που ξάμωσα τα χέρια να την πιάσω. Μα ξυπνώντας δεν την ξαναείδα πια. Κι ούτε θα την ξαναδώ ποτέ-μου γιατί το ξωτικό-της δέντρο το κόψανε και δεν μπορώ πια να ξανακοιμηθώ στον ήσκιο της συκιάς.
Από τα παραμύθια που μου είπε θυμούμαι ακόμα μερικά. Οι αλαφροήσκιωτοι εδώ θα τα βρούνε γραμένα.