Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κοινωνία σήμερα γνωρίζει πολλά για το Ολοκαύτωμα. Η αλήθεια είναι, βέβαια, όπως επιβεβαιώνει και το συγκεκριμένο βιβλίο, ότι ο κόσμος γνωρίζει ελάχιστα, αφού πολύ συχνά έχει την τάση να μεταφράζει τα γεγονότα με βάση τη δική του πολιτική και εθνική λογική, γεγονός που τον αποτρέπει να κατανοεί την πραγματικότητα. Σήμερα πληθαίνουν οι τόποι μνήμης, οι ημέρες μνήμης, οι λογής λογής εκδηλώσεις γύρω από τη γενοκτονία. Πληθαίνουν, όμως, και οι αρνητές του Ολοκαυτώματος. Και αναρωτιέμαι πώς μπορούν να προσλάβουν οι νεότερες γενιές τα σχετικά με τη Σοά. Μπορεί, μ’ άλλα λόγια, να επικρατήσει ο κίνδυνος διαγραφής της μνήμης ή θα κερδίσει τελικά η κοινή λογική που πρεσβεύει ότι από τη στιγμή που ο θύτης, η Γερμανία δηλαδή, έχει, κατ’ επανάληψη, παραδεχθεί τα εγκλήματα που διέπραξε ποιος ο λόγος να αμφισβητείται η τετελεσμένη πραγματικότητα;
Αξιολογώντας, ωστόσο, τη σημερινή αμφισβήτηση για την εβραϊκή γενοκτονία αναρωτιόμαστε αν πήγαν στράφι οι δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τόσα βιβλία, τόσα συνέδρια, τόσες ταινίες που αναπαρέστησαν το δράμα και έσπασαν τα ταμεία. Τότε το παγκόσμιο ενδιαφέρον κορυφώθηκε, οι κοινωνίες της Ευρώπης πάλευαν, θαρρείς, να επουλώσουν το ανοιχτό τραύμα.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Ξένιας Ελευθερίου, το οποίο έχει γραφτεί με απόλυτη επιστημονική νηφαλιότητα, αναλογίστηκα πως όσο χάνονται οι μάρτυρες του μεγαλύτερου εγκλήματος που συντελέστηκε ποτέ στην ανθρωπότητα, τόσο δυναμώνει η φωνή των άλλων, που διαρκώς πυκνώνουν, των άλλων που υψώνουν την φωνή τους και αμφισβητούν. Φαίνεται πως τα πάντα μπορεί να σκυλευτούν, ακόμη κι η μνήμη όσων υπέφεραν. Γιατί, πώς αλλιώς, μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το φαινόμενο της συνεχούς αναβίωσης του νεοναζισμού και, κυρίως, της ανοχής των κοινωνιών απέναντί του;
Τα στοιχεία που φέρνει στο φως αυτή η μελέτη αποδεικνύουν ότι αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο Εβραίους ούτε μόνο Γερμανούς, αφορά συνολικά ανθρώπους. Είναι ένα μεγάλο μάθημα για το πού μπορεί να οδηγηθεί κανείς από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εβραϊκή γενοκτονία είναι τελικά οικουμενική. Σε μια περίοδο αυξημένης ξενοφοβίας τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος εμφανίζονται πιο επίκαιρα από ποτέ. Σήμερα, που τα διακυβεύματα της μνήμης είναι μεγάλα, το ζητούμενο είναι να παραμείνει ζωντανό το δίδαγμα και όχι (μόνο) το πένθος του Ολοκαυτώματος.
Βέβαια κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, τη στιγμή που καθημερινά πέφτουν τόνοι «λάσπης», αφού κυριαρχεί απόλυτα η συνωμοσιολογία και βασιλεύει η αντίληψη ότι πίσω από κάθε συμφορά που καταδυναστεύει τη χώρα, για να μην πω τον πλανήτη, κρύβονται πάντα οι Εβραίοι και η υποτιθέμενη νέα τάξη πραγμάτων που εκπροσωπούν. Φαίνεται τελικά ότι την εικόνα που μια κοινωνία έχει για το παρελθόν της δεν τη διαμορφώνουν οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί. Πολύ μεγαλύτερη επιρροή, έχουν σήμερα τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο, αλλά και τα πολιτικά κόμματα.
Το βιβλίο της Ξένιας Ελευθερίου μας κάνει να σκεφτούμε ότι πολλές φορές η ιστορία αναθεωρείται αλλά σίγουρα δεν ξαναγράφεται, για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους ιδεολογικούς σκοπούς και πολιτικά συμφέροντα. Οφείλουμε, να αφουγκραστούμε, να ακούσουμε και να επικεντρώσουμε το βλέμμα μας στο κάθε τι, που οι προηγούμενες γενιές δεν θέλησαν να στρέψουν την προσοχή τους. Να εμβαθύνουμε, τελικά, στην αναγνώριση της άγνοιάς μας και στον παραλογισμό της λογικής μας που υπαγορεύει την άρνηση του άλλου και του βαθύτερου εαυτού μας. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως η κυκλοφορία του βιβλίου θα προκαλέσει συζητήσεις, γιατί θίγει την παράμετρο της πληροφόρησης, την πιο καίρια συνιστώσα της εποχής μας, η οποία, ειδικά γύρω από τα ζητήματα που απασχολούν την Ελευθερίου, μπορεί να θεωρούνται από πολλούς ανάξια λόγου, αλλά, δυστυχώς, πολλοί είναι έτοιμοι να τα υιοθετήσουν και κυρίως είναι πρόθυμοι να τα αναπαραγάγουν. Ο«θόρυβος» τέτοιων δημοσιευμάτων καθιστά την πληροφορία εύκολα προσβάσιμη στο μέσο χρήστη, μια και αναγνωρίζεται ως αληθές μόνο ό,τι αναδεικνύει κάποια συνωμοσιολογική ερμηνεία του οικονομικού και πολιτικού σκηνικού. Και κάπως έτσι διαμορφώνεται ένας εχθρός, συνήθως προαιώνιος και τρομερός, βάσει του οποίου ορίζεται μια ταυτότητα ή προσδιορίζεται ένα εμπόδιο που πρέπει να καταστραφεί. Και κάπως έτσι ανθίζει ο εθνικισμός ο οποίος εδράζεται στο μίσος και στη συνωμοσιολογία. Άτομα που μπορεί να έχουν άλλη θρησκεία, άλλο χρώμα, άλλη ιδεολογία εκφεύγουν από αυτό που η «πλειοψηφία» θεωρεί κανονικό. Το μόνο που μένει σε εμάς είναι να παίρνουμε ξεκάθαρη θέση απέναντι σ’ αυτή τη λαίλαπα. Η μνήμη των νεκρών είναι πιο δυνατή, ο ανθρώπινος πολιτισμός επιβάλλεται να επικρατήσει της βαρβαρότητας.
(από τον Πρόλογο του Λέοντα Ναρ)