Ταξίδι μεγάλο έκανε το βότσαλο από τη θάλασσα της Μάνης ως τα νερά της Μικράς Ασίας, για ν’ ανταμώσει ένα άλλο λησμονημένο βότσαλο και να μάθει όλη την ιστορία… Άκουγε προσεκτικά η Μαντώ κι έμαθε για ρίζες χαμένες. Για κεντημένα με κερασιές ατλαζένια μαξιλάρια, που βάψανε κόκκινο σαν αίμα δυο νυφικά… Για τα νεαρά κορίτσια, τη Διαμαντούλα και την Εμινέ, που μοιράζονταν μυστικά και όνειρα στα σοκάκια της Σμύρνης… Και για τον έρωτα που φώλιασε στις καρδιές τους για τον ίδιο άντρα, το γιο του τσαγκάρη· της μιας έκλεψε την καρδιά, στην άλλη έδωσε τη δική του. Για την πιανίστρια με τα κόκκινα μαλλιά που μες στην αντάρα βρέθηκε στο ίδιο καράβι του ξεριζωμού με τη Διαμαντούλα, έχοντας τη μικρή Ντάμλα στην αγκαλιά. Ελπίδες και προδοσίες, όμως, άντεξαν στη φωτιά και στο θάνατο και ταξίδεψαν από την προκυμαία της Σμύρνης στην καινούρια πατρίδα. Κουβάρι μεγάλο που ξετυλίχτηκε ύστερα από χρόνια και σκόρπισαν όλα… Γάμος από ματαιοδοξία, έρωτας παθιασμένος και προδοσία τρέλαναν τη Μαντώ μέχρι τη μέρα εκείνη που ένα μανιασμένο κύμα έβγαλε στην αμμουδιά του αρχοντικού ένα ναυαγό κι άλλαξε η ρότα της ζωής της…