Τα ξημερώματα τού Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 (παλ. ημερ.), περίπου τέσσαρες ημέρες μετά την έναρξιν τής πυρκαϊάς εις την Σμύρνην, τα Βουρλά τυλίχθηκαν εις τας φλόγας. Η πυρκαϊά αποτέφρωσεν το μεγαλύτερον μέρος τής πόλεως, καταστρέφουσα οικίας, καταστήματα, αρχοντικά, δημόσια κτίρια, ναούς. Σχεδόν τίποτα δεν εγλύτωσεν από την καταστρεπτικήν μανίαν της. Είχε προηγηθή η είσοδος τών Τούρκων, κατά πάσαν πιθανότητα Δευτέραν με Τρίτην (29-30 Αυγούστου) και η ανηλεής σφαγή εκατοντάδων αθώων. Όσοι κατώρθωσαν να γλυτώσουν από τις μάχαιρες και τις εξορίες, διέφυγαν, παντί τρόπῳ, προς τα πλησιέστερα νησιά τής Ελλάδος, κυρίως την Χίον και την Χίον. Βραδύτερον, πολλοί εξ αυτών ήλθαν εις την πρωτεύουσαν και τον Πειραιά, όπου εγκατεστάθησαν και ήρχισαν νέαν ζωήν.
Ο συγγραφεύς τού κειμένου, ο παλαιός διαπρεπής δημοσιογράφος και συγγραφεύς ιστορικών και λογοτεχνικών έργων Σταύρος Κουκουτσάκης, που έζησε τα τραγικά γεγονότα τής Σμύρνης και μετά την Καταστροφήν τού Αυγούστου τού 1922, ήλθεν εις τας Αθήνας και ειργάσθη επί σειράν ετών εις μεγάλας αθηναϊκάς εφημερίδας, περιγράφει εις την παρούσα μελέτην του, εις 13 συνεχείας, το δράμα τών κατοίκων τών Βουρλών, αρχίζων την αφήγησίν του ολίγον προ τής εισόδου τών Τούρκων εις τα Βουρλά και τελειώνων με την διάσωσιν τών 64, ύστερα από περιπετείας περίπου τριών μηνών.
Πρόκειται διά σπάνιον ιστορικόν κείμενον, γραμμένον περίπου οκτώ χρόνια μετά την εκρίζωσιν τού Ελληνισμού από τα πατρογονικά εδάφη, ότε ακόμη αι μνήμες ήσαν νωπές και τα τραύματα της ψυχής ανεπούλωτα. Με τον δυνατόν δημοσιογραφικόν του τάλαντον ο Κουκουτσάκης μάς δίδει, με βάσιν τα όσα ήκουσε και τα όσα τού αφηγήθησαν αργότερον κάτοικοι τών Βουρλών, έναν ολοζώντανον πίνακαν τών φοβερών εκείνων ημερών, ο οποίος ακόμη και σήμερον συγκλονίζει τον νεαρόν αναγνώστην, ο οποίος δεν έζησε τα φοβερά εκείνα γεγονότα.