Άνοιξη του 2000. Ένας άνθρωπος φτάνει στην Αβινιόν, εγκαθίσταται στην πλατεία Κορ-Σαιν. Είναι γύρω στα σαράντα. Μόνη αποσκευή ένας υπνόσακος. Επί έξι χρόνια θα ζει σε αυτήν την πλατεία, να παλεύει με τους κάδους σκουπιδιών, να κουρνιάζει στους πυλώνες των κτιρίων, να ξεκουράζεται ακουμπώντας στις βουβές προσόψεις. Δεν θα πει ποτέ λέξη. Κάθε μέρα, πρωί, απόγευμα, βράδυ, κάθε μέρα σηκώνεται, εγκαταλείπει ένα εφήμερο καταφύγιο, κατευθύνεται προς το παρεκκλήσι των Σελεστέν. Βαδίζει. Έξι δρασκελιές, σταματά, γυρίζει από την άλλη, βαδίζει. Έξι δρασκελιές, σταματά, γυρίζει από την άλλη –απέναντι σε τι; Σε ένα εμπόδιο που στερεί την ηδονή; Βαδίζει. [...] Η Ιστορία διαδραματίζεται στην άσφαλτο [από το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα].