Μιὰ Ἀνοιξιάτικη μέρα τοῦ 1968, ὁ πρωτομάστορας -καὶ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς μεγάλους Τζουμερκιῶτες μαστόρους τῆς πέτρας- Γιάννης Καρακῶστας, μὲ ἀργὲς καὶ μελετημένες κινήσεις, στερέωνε στὸ ἔδαφος τὰ νήματα, προκειμένου νὰ προσανατολίσει τὸ νέο ἐνοριακὸ Ναὸ τῆς πόλεώς μας, τὸν ἀφιερωμένο στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ Ἀθληφόρου Παρασκευῆς. Πάνω σε ἐκεῖνες τὶς προσεκτικὲς κινήσεις, θεμελιώθηκε καὶ ὑψώθηκε, τὸ Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ἱερὸ οἰκοδόμημα καὶ παραδόθηκε στὴ λατρεία τῶν πιστῶν. Πενήντα ἀκριβῶς χρόνια ἀργότερα, μέσα στὸν ἴδιο αὐτὸ Ναό, μπροστὰ στὴν ἐγκαινιασμένη μὲ λείψανα μαρτύρων Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἐπίσκοπος τῆς κατὰ Αἰτωλίαν καὶ Ἀκαρνανίαν ἐκκλησίας, δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν -ὅπως ἀκριβῶς γινόταν καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων- μετέδιδε τὴν ἱερατικὴ χάρη σὲ ἕνα νέο ἀπόφοιτο ἱεροσπουδαστή, συνδέοντάς τον δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὡς καινούριο κρίκο στὴν ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Μιὰ ἁλυσίδα, ποὺ ἂν ἀκολουθήσουμε τὴν ἀνάστροφη ἀναδρομὴ τῶν κρίκων της, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν ἴδιο τὸν Μεγάλο Ἀρχιερέα Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ οἰκοδόμησε τὴν «ἐκκλησίαν ἐπὶ τὴν πέτραν καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».