Σήμερα, εδώ πάνω στα νεκρά ερείπια, αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη δύναμη ζωής.
Ένιωσα σαν να βγαίνει μέσα απ’ το χώμα και τις πέτρες μια μυστηριώδης δύναμη και να μπαίνει στις φλέβες μου σαν μια ζεστασιά· να διαχέεται σ’ όλο το κορμί μου, να εξαφανίζει τις φοβίες και τους δισταγμούς μου· να με λυτρώνει απ’ τα επίγεια.
Ακούω, Μίλτο, τα βογκητά και τα παρακάλια των προγόνων μας, που ζητούν δικαίωση για τους αγώνες και τις θυσίες τους. θέλουν ν’ αντισταθούμε και να διώξουμε αυτούς που βεβήλωσαν τους τάφους τους, για να μπορούν τα πνεύματά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους δικούς τους ζωντανούς.
Ναι, Μίλτο, θ’ αγωνιστώ, γιατί πια νίκησα τη ζωή. Κι αν τύχει και πεθάνω, τα παιδιά μας, οι γονείς μας, οι πρόγονοί μας θα με δεχθούν στις θερμές αγκαλιές τους, γιατί θα ξέρουν, πως όσο ζούσα δεν τους ξέχασα. Έκαμα το καθήκον μου!
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)