«Νομίζεις ότι δεν πόνεσα; Πιστεύεις ότι δεν υποφέρω; Οι τύψεις με τυραννούν ανηλεώς, μέρα και νύχτα… ο ύπνος αρνείται να μου σφαλίσει τα μάτια, κι όταν το κάνει, ποτέ δεν μου χαρίζει έστω και μια στιγμή την ανακούφιση της λήθης… κλείνω τα μάτια μου και τη βλέπω, τ’ ανοίγω, και είναι πάλι εκεί! Νεκρή, και καταματωμένη, με τα βλέφαρά της κλειστά… και ύστερα, να σου την, εμφανίζεται μπροστά μου, ζωντανή, κι όμως πάλι νεκρή, τα χέρια μου γλιστράνε μέσα της, το κορμί της δεν είναι παρά αχνός και αέρας…»
Μέσα στους κρύους τοίχους του κάστρου του Τύμβρη, μια κατάρα περιμένει να λυθεί, με την εκπλήρωση μιας προφητείας αποτελούμενης από τέσσερις λέξεις.
Οι τέσσερις αυτές λέξεις που σκιάζουν για αιώνες τους ενοίκους του, που στοιχειώνουν τον ιδιοκτήτη του, πλέον βαραίνουν αβάσταχτα και τη Ρωξάνη, η οποία, εγκλωβισμένη πια στο Ημίφως προσπαθεί να συμβιβαστεί με τη νέα, σκληρή πραγματικότητα.
Τρεις άνθρωποι-κλειδιά έρχονται στο προσκήνιο, ο καθένας με τον τρόπο του, με απαντήσεις ή περισσότερα μυστήρια που πρέπει να λυθούν, και η συντροφιά του κάστρου ρίχνεται σε καινούριες περιπέτειες, σε ένα ριψοκίνδυνο, χιμαιρικό ταξίδι, το οποίο όμως δεν δείχνει να έχει αίσιο τέλος…
Το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας «Ημίφως» ακολουθεί το ρυθμό της μελωδίας που το δημιούργησε· κόβει την ανάσα, συγκινεί, προβληματίζει και μαγεύει· φέρνει τους χαρακτήρες του στα όρια, και τους αναγνώστες του σε μια αλλόκοτη, μουσική μέθη.