[…] Με φαντάστηκα στο σπίτι του, τροφαντή, / να του ψήνω ψωμί, / να με πηγαίνει βόλτα με τ’ αγροτικό, / να με ξαπλώνει στην καρότσα, / το μεσημέρι, / σ’ ένα χωράφι / δίπλα στα πρόβατα [….] Κι ύστερα κοίταξα το κινητό μου, / είχα μια πρόσκληση απ’ τον καλό μου σε winebar, / όπου θα μου ανοίξει –αγκομαχώντας– άλλο ένα μπουκάλι κρασί. («A Hundred Summers») Ποθεί τον συγχρόνως τρυφερό και κυριαρχικό άλλον. >>>